-
1 λεπτόθριξ
λεπτό-θριξ, τριχος, dünn, feinhaarig -
2 λεπτό-τριχος
λεπτό-τριχος, = λεπτόϑριξ; Arist. H. A. 3, 11; λεπτότριχα gen. anim. 5, 3.
См. также в других словарях:
λεπτόθριξ — ο, η (Α λεπτόθριξ, τριχος) βλ. λεπτότριχος … Dictionary of Greek
λεπτότριχος — η, ο και λεπτόθριξ, ο, η (Α λεπτόθριξ, τριχος και λεπτότριχος, ον) αυτός που έχει λεπτές τρίχες («λεπτότριχα... ἔθειραν», Βακχυλ.) … Dictionary of Greek