-
1 λεπτόθριος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λεπτόθριος
-
2 λεπτόθριος
λεπτό-θριος fein-, dünnblättrig -
3 λεπτοθρίοιο
λεπτόθριοςwith thin: masc /fem /neut gen sg (epic) -
4 θρῖον
θρῖον, τό,2 prov., θρίου ψόφος, of empty threats, Ar.V. 436.II mixture of eggs, milk, lard, flour, honey, cheese, etc., wrapped in fig-leaves, θ. ταρίχους, δημοῦ, Id.Ach. 1101, 1102;δημοῦ βοείου θρῖον Id.Eq. 954
; ἐγκεφάλου θρίω δύο (a pun on the figleaf-like hemispheres of the brain) Id.Ra. 134, cf. Sch. ll. cc. [[pron. full] ῑ, Ar. Eq. 954, al., Men.518.11; θρῐα, θρῐον are ff. ll. for θρύα, θρύον in Theoc. 13.40, AP9.723 (Antip. Sid.); cf. λεπτόθρῐος.]
См. также в других словарях:
λεπτόθριος — λεπτόθριος, ον (Α) αυτός που έχει λεπτά φύλλα, λεπτόφυλλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + θριος (< θρῖον «φύλλο συκιάς»)] … Dictionary of Greek
λεπτοθρίοιο — λεπτόθριος with thin masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπτ(ο)- — (AM λεπτ[ο]) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους προσδιοριστικού τύπου. Το α συνθετικό προσδίδει τη σημ. τής λεπτότητας στο β συνθετικό (πρβλ. λεπτό γραμμος, λεπτό… … Dictionary of Greek