-
1 λεπτο-φυής
λεπτο-φυής, ές, von dünner, feiner Natur, seinem Wesen, Nonn.
-
2 λεπτοφυής
λεπτο-φυής, ές, von dünner, feiner Natur, feinem Wesen
См. также в других словарях:
μιξοφυής — μιξοφυής, ές (Α) (για τη Σφίγγα) αυτός που έχει μικτή φύση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο) τού μίγνυμι* / μείγνυμι + φυής(< φύω / φύομαι), πρβλ. λεπτο φυής] … Dictionary of Greek