-
1 λεπτο-τράχηλος
λεπτο-τράχηλος, dünnhälsig; im compar., Arist. physiogn. 5; Alex. Mynd. Ath. IX, 592 c.
-
2 λεπτοτράχηλος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λεπτοτράχηλος
-
3 λεπτοτράχηλος
-
4 λεπτοτραχηλος
См. также в других словарях:
ζυγός — Συσκευή με την οποία μπορούμε να κρίνουμε την ισορροπία μεταξύ μιας γνωστής δύναμης και μιας άγνωστης για να οδηγηθούμε έτσι από τη γνώση του μεγέθους της μίας στον προσδιορισμό του μεγέθους της άλλης. Με την πιο κοινή έννοια, στον όρο ζ.… … Dictionary of Greek
γαβιάλης του Γάγγη — (gavialis gangeticus). Κροκοδειλοειδές της οικογένειας των γαβιαλιδών. Το μήκος του σώματος των αρσενικών μπορεί να περάσει τα 7 μ. Ο τράχηλος και η ράχη του σκεπάζονται με πλατιές φολίδες, που ενισχύονται από κάτω με οστέινες πλάκες δερμικής… … Dictionary of Greek