-
1 λεπτακινος
-
2 λεπτακινός
λεπτακινός, poet. = Folgdm, nach B. A. 49 ἀκριβὲς καὶ ἐπὶ λεπτὸν πεφροντισμένον. – Von Menschen, winzig, klein, Ammian. 17 (XI, 102).
-
3 λεπτακινός
λεπτακινόςmasc nom sg -
4 λεπτακινός
λεπτακινός, winzig, klein -
5 λεπτακινός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λεπτακινός
-
6 λεπτακινόν
λεπτακινόςmasc acc sgλεπτακινόςneut nom /voc /acc sg -
7 λεπτακινοί
λεπτακινόςmasc nom /voc pl
См. также в других словарях:
λεπτακινός — λεπτακινός, ή, όν (Α) (ποιητ. τ.) λεπταλέος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < *λέπταξ, κατά το φυζακ ινός] … Dictionary of Greek
λεπτακινός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπτακινόν — λεπτακινός masc acc sg λεπτακινός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπτακινοί — λεπτακινός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπτανικός — λεπτανικός, ή, όν (Μ) λεπτός. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < λεπτακινός* με αντιμετάθεση φθόγγων (κ...ν > ν...κ)] … Dictionary of Greek
λεπτός — ή, ό (AM λεπτός, ή, όν) 1. αυτός που δεν έχει πάχος ή όγκο, φτενός, αραιός στη σύσταση, σε αντιδιαστολή με τον παχύ (α. «λεπτό ύφασμα» β. «λεπτόν τε πέπλον», Ευρ.) 2. αδύνατος, ισχνός, λιπόσαρκος (α. «μετά τη δίαιτα έγινε πολύ λεπτός» β. «ψῡχος… … Dictionary of Greek