-
1 λεπρωθείσα
-
2 λεπρωθεῖσα
См. также в других словарях:
λεπρωθεῖσα — λεπρόομαι become leprous aor part mp fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 λεπρωθείσα
2 λεπρωθεῖσα
λεπρωθεῖσα — λεπρόομαι become leprous aor part mp fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)