См. также в других словарях:
κλίνειος — κλίνειος, εία, ον (Α) αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε κλίνη («ξύλα κλίνει εἰς ὀγδοήκοντα μνᾶς ἄξια», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + επίθημα ειος (πρβλ. κήπ ειος, λεόντ ειος)] … Dictionary of Greek
κλίνειος — κλίνειος, εία, ον (Α) αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε κλίνη («ξύλα κλίνει εἰς ὀγδοήκοντα μνᾶς ἄξια», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + επίθημα ειος (πρβλ. κήπ ειος, λεόντ ειος)] … Dictionary of Greek