-
1 λεοντο-φόνος
λεοντο-φόνος, Löwen tödtend; νίκη Agath. 27 (VI, 74); τὸ λ., ein Thier, nach dessen Genuß der Löwe sterben soll, Arist. mirab. 158; vgl. Ael. H. A. 4, 18; – aber λεοντόφονος = von Löwen getödtet.
-
2 λεοντοφόνος
λεοντο-φόνος, ον,II λεοντοφόνον, τό, a Syrian insect that poisons lions, Arist.Mir. 845a28, cf. Ael.NA4.18.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λεοντοφόνος
-
3 λεοντοφόνος
λεοντο-φόνος, Löwen tötend; τὸ λ., ein Tier, nach dessen Genuß der Löwe sterben soll; aber λεοντόφονος = von Löwen getötet -
4 λεοντοφονος
См. также в других словарях:
θηροφόνος — θηροφόνος, ον και ος, η, ον (Α) 1. αυτός που φονεύει άγρια ζώα 2. επίθ. τής Αρτέμιδος και τού Απόλλωνος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ θηροφόνον (διάφ. γρ. τού θηλυφόνον) αυτό που φονεύει αμέσως τα θηρία, το ακόνιτον, δηλητηριώδες φυτό με μεγάλη… … Dictionary of Greek
μυοφόνος — μυοφόνος, ον (ΑΜ) το ουδ. ως ουσ. τὸ μυοφόνον το φυτό ακόνιτον, που είναι θανατηφόρο για τα ποντίκια αρχ. αυτός που σκοτώνει ποντίκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντικός» + φόνος (< φόνος < θείνω «σκοτώνω»), πρβλ. λεοντο φόνος] … Dictionary of Greek