-
1 λελογισμενως
adv.1) рассчитывая, с (таким) расчетом(λ. ὅκως ἂν … Her.)
2) с умом, разумно, рассудительно(λ. μᾶλλον ἢ σθένει Eur.; ποιεῖν τι Plut.)
См. также в других словарях:
λελογισμένως — according to calculation indeclform (adverb) λογίζομαι count perf part mp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λελογισμένως — και α (Α λελογισμένως) επίρρ. με προσοχή, με περίσκεψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λελογισμένος, μτχ. τού λελόγισμαι, παρακμ. τού λογίζομαι «υπολογίζω»] … Dictionary of Greek
παράταξη — η / παράταξις, άξεως, ΝΜΑ [παρατάσσω] η πράξη και το αποτέλεσμα τού παρατάσσω ή παρατάσσομαι, η τοποθέτηση τού ενός κοντά στον άλλο προκειμένου για περισσότερα από ένα άτομα, η τοποθέτηση στη σειρά, το αράδιασμα πραγμάτων νεοελλ. 1. η τάξη, η… … Dictionary of Greek