Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

λεκτικός

См. также в других словарях:

  • λεκτικός — good at speaking masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεκτικός — ή, ό (AM λεκτικός, ή, όν) [λεκτός] 1. αυτός πού ανήκει ή αναφέρεται στην έκφραση διά τού λόγου (α. «τοῑς μὲν γὰρ λεκτικοῑς τῶν λόγων ἁπλῶς καὶ ὁμοίως οἷς ἂν ἐκ τοῡ παραχρῆμά τις εἴποι πρέπει γεγράφθαι», Δημοσθ. β. «ὁ λεκτικὸς τρόπος» η δυνατότητα …   Dictionary of Greek

  • λεκτικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με το λόγο: Λεκτικές απειλές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λεκτικά — λεκτικός good at speaking neut nom/voc/acc pl λεκτικά̱ , λεκτικός good at speaking fem nom/voc/acc dual λεκτικά̱ , λεκτικός good at speaking fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεκτικῶν — λεκτικός good at speaking fem gen pl λεκτικός good at speaking masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεκτικόν — λεκτικός good at speaking masc acc sg λεκτικός good at speaking neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεκτικαῖς — λεκτικός good at speaking fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεκτικαί — λεκτικός good at speaking fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεκτικοῖς — λεκτικός good at speaking masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεκτικοί — λεκτικός good at speaking masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεκτικοῦ — λεκτικός good at speaking masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»