-
1 λεκιθίτης
λεκιθίτηςmade of pulse: masc nom sg -
2 λεκιθίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λεκιθίτης
-
3 λεκιθίτην
λεκιθίτηςmade of pulse: masc acc sg (attic epic ionic) -
4 λεκιθίταν
λεκιθίτᾱν, λεκιθίτηςmade of pulse: masc acc sg (epic doric aeolic)λεκιθίτηςmade of pulse: masc acc sg -
5 λεκιθίτας
λεκιθίτᾱς, λεκιθίτηςmade of pulse: masc acc plλεκιθίτᾱς, λεκιθίτηςmade of pulse: masc nom sg (epic doric aeolic) -
6 ἐτνίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐτνίτης
См. также в других словарях:
λεκιθίτης — λεκιθίτης, ὁ (Α) [λέκιθος] ψωμί παρασκευασμένο από αλεύρι που προέρχεται από όσπρια, ιδίως από κουκιά, ή γλυκό με κύρια συστατικά το αλεύρι και κρόκους αβγών … Dictionary of Greek
λεκιθίτης — made of pulse masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεκιθίτην — λεκιθίτης made of pulse masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεκιθίταν — λεκιθίτᾱν , λεκιθίτης made of pulse masc acc sg (epic doric aeolic) λεκιθίτης made of pulse masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεκιθίτας — λεκιθίτᾱς , λεκιθίτης made of pulse masc acc pl λεκιθίτᾱς , λεκιθίτης made of pulse masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ετνίτης — ἐτνίτης και δωρ. τ. ἐτνίτας, ὁ (Α) [έτνος] άρτος παρασκευασμένος από όσπρια, ο λεκιθίτης («ἐτνίτας ἄρτος ὁ προσαγορευόμενος λεκιθίτας», Αθήν.) … Dictionary of Greek
λέκιθος — Κύριο δομικό συστατικό των αβγών. Είναι γνωστό με την κοινή ονομασία κρόκος. Ο όρος λ. χρησιμοποιείται επίσης για να περιγράψει το σύνολο των στοιχείων που απαρτίζουν το ώριμο ωάριο, εκτός από τον πυρήνα και τη λεκιθική μεμβράνη. Η λ. του αβγού… … Dictionary of Greek