-
1 λειόφλοιος
λειό-φλοιος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λειόφλοιος
-
2 λεῖος
Grammatical information: adj.Meaning: `level', of bottom a. o., `smooth', of urfaces etc. (Il.), also `rubbed, well-ground' (Delos, pap., Dsc.; cf. λε(ι)αίνω, - όω below); adv. λείως, also λέως (after τελέως, ἡδέως a. o., cf. also λε(ι)αίνω below), also metaph. `completely, quite ' (IA.; cf. Lat. plānē, NHG glatt).Compounds: Often as 1. member, e. g. λειό-φλοιος `with smooth bark' (Thphr.), also with adverbial value (with - ω- after λε(ί)-ως), e. g. λειώλης = πανώλης (Rhodos VIa), λεω-κόνιτος, - κόρητος `changed in fine dust' resp. `swept smooth', i. e. `completely destroyed' (Theognost., H., Phot.), λεω-πάτητος `completely trodden (down)' (S. Ant. 1275 with v. l. λακ-πάτητος, s. λάξ); cf. further λεωργός = πανοῦργος, κακοῦργος (Archil. 88, 3, A. Pr. 5, X.), s. Chantraine Glotta 33, 25 ff. w. extensive treatment and many details; on λεῖος etc. also Fraenkel Nom. ag. 1, 89 n. 1.Derivatives: λειότης f. `smoothness' (Att.), λείαξ `beardless boy' (EM, H.); two denomin.: λε(ι)αίνω (on the phonetics Schwyzer 236, Lejeune Traité de phon. 216), also with ἐκ-, συν-, ἀπο-etc., `(make) smooth, ground' (Il.) with λε(ί)αν-σις, - τήρ, - τικός, ἐκλεα-σμός a.o. (Arist.); λειόω, also συν-, ἀπο- a. o., `id.' (Arist.) with λείω-μα `powder' (Thphr.); - σις `grinding' (Gal.).Etymology: Beside the o-stem in *λεῖϜος Latin has in lēvis `smooth' an i-stem, which may have replaced as lĕvis, brevis a. o. an older u-stem; *λεῖϜος too therefore first for *lei-u̯-os? The stemvowel is uncertain; beside lei- also lēi- has been supposed, cf. πλε(ί)ων \< *πληΐων and Schulze KZ 28, 266 n. 1 = Kl. Schr. 434 n 1; cf. W. -Hofmann s. 2. lēvis. Connection with the root of λείμαξ seems probable; s. also 2. λίς and λιτός.Page in Frisk: 2,99Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > λεῖος
См. также в других словарях:
λεπτόφλοιος — ο (Α λεπτόφλοιος, ον) αυτός που έχει λεπτό φλοιό, λεπτόφλουδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + φλοιός (πρβλ. λειό φλοιος, ρηξί φλοιος)] … Dictionary of Greek
ρυτιδόφλοιος — ον, Α αυτός που έχει ζαρωμένο, ρυτιδωμένο φλοιό («ῥυδόφλοιον σῡκον», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥυτίς, ίδος «ρυτίδα» + φλοιος (< φλοιός), πρβλ. λειό φλοιος] … Dictionary of Greek
πολύφλοιος — ον, Α αυτός που έχει πολύ ή παχύ φλοιό. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φλοιός (πρβλ. λειό φλοιος)] … Dictionary of Greek
λειόφλοιος — α, ο (Α λειόφλοιος, ον) αυτός που έχει ομαλό, λείο φλοιό. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + φλοιος (< φλοιός), πρβλ. ρηξί φλοιος, τανύ φλοιος] … Dictionary of Greek
ευκάλυπτος — (eucalyptus). Γένος αειθαλών δενδρωδών φυτών μεγάλων διαστάσεων της οικογένειας των μυρτιδών (δικοτυλήδονα), ιθαγενών της Αυστραλίας. Είναι φυτά με γρήγορη ανάπτυξη, δασικά, καλλωπιστικά, κατάλληλα για την κάλυψη και αποξήρανση τελματωδών… … Dictionary of Greek
καστάνια — Δέντρο της οικογένειας των φαγκιδών (δικοτυλήδονα). Αποτελεί μέρος της δασικής χλωρίδας των θερμών ζωνών της Ευρώπης. Κατάγεται πιθανώς από τον μεσογειακό χώρο και ήταν γνωστή από την αρχαιότητα με την ονομασία Διός βάλανον. Στην Ελλάδα… … Dictionary of Greek
καστανιά — Δέντρο της οικογένειας των φαγκιδών (δικοτυλήδονα). Αποτελεί μέρος της δασικής χλωρίδας των θερμών ζωνών της Ευρώπης. Κατάγεται πιθανώς από τον μεσογειακό χώρο και ήταν γνωστή από την αρχαιότητα με την ονομασία Διός βάλανον. Στην Ελλάδα… … Dictionary of Greek
λεμονιά — Κοινή ονομασία του φυτικού είδους Citrus limon, της οικογένειας των ρουτιδών, της φυλής των κιτρίων. Πρόκειται για ένα μικρό, ύψους 3 έως 6 μ., δικοτυλήδονο, αειθαλές δέντρο, γνωστό για τους ωοειδείς κίτρινους καρπούς του, τα λεμόνια. Έχει κορμό… … Dictionary of Greek
φράξινος — Γένος φυτών της οικογένειας των ελαιιδών. Περιλαμβάνει 64 είδη, που ευδοκιμούν στις εύκρατες περιοχές της Γης. Οι φ. είναι δέντρα με φύλλα αντίθετα και πτεροσχιδή και με λείο υπότεφρο φλοιό. Τα άνθη τους είναι μονογενή ή διγενή και φανερώνονται… … Dictionary of Greek