-
1 λειομιτος
-
2 λειόμιτος
λειό-μῐτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λειόμιτος
-
3 λειόμιτος
λειό-μιτος, die Fäden des Gewebes glättend, glatt machend -
4 λειομίτου
λειόμιτοςsmoothing the warp: masc /fem /neut gen sg -
5 λειομίτους
λειόμιτοςsmoothing the warp: masc /fem acc pl
См. также в других словарях:
λειόμιτος — λειόμιτος, ον (Α) αυτός που εξομαλίζει τα νήματα τού υφάσματος, που λειαίνει το στημόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + μίτος «κλωστή τού στημονιού, νήμα» (πρβλ. αμφί μιτος, λεπτό μιτος)] … Dictionary of Greek
λειομίτου — λειόμιτος smoothing the warp masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειομίτους — λειόμιτος smoothing the warp masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λείος — α, ο (Α λεῑος, λεία, λεῑον) 1. ομαλός στην επιφάνεια, αυτός δεν είναι τραχύς στην αφή, απαλός (α. «έχει πολύ λείο δέρμα» β. «αἴγειρος ὥς, ἥ... ἐν εἱαμενῇ ἕλεος μεγάλοιο πεφύκῃ λείη», Ομ. Ιλ.) 2. στιλπνός, γυαλιστερός 3. (για τη θάλασσα) ατάραχος … Dictionary of Greek