Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

λειψ-υδρ-ία

См. также в других словарях:

  • χλωρυδρία — η, Ν (βιοχ.) η ποσότητα τού χλωρίου που περιέχεται, μετά από ένα σύνηθες γεύμα, στο γαστρικό υγρό υπό τη μορφή υδροχλωρικού οξέος ή χλωριούχων οργανικών ενώσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλωρ(ο) * + υδρία (< υδρος < θ. υδρ τής λ. ὕδωρ*), πρβλ. λειψ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»