Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

λειψός

  • 1 недостаточный

    επ., βρ: -чен, -чна, -чно.
    1. ανεπαρκής, ελλιπής, λειψός γλίσχρος•

    -ые средства ανεπαρκή μέσα•

    -ая помощь ανεπαρκής βοήθεια•

    -ые знания ανεπαρκείς γνώσεις.

    || λιπόβαρος, λειψός, ξίκικος.
    2. μη πλήρης, -ολοκληρωμένος•

    -ые сведения ανεπαρκείς πληροφορίες.

    || αναξιόλογος, ασήμαντος, μη σοβαρός•

    -ая причина όχι σοβαρή αιτία.

    3. πενιχρός, φτωχός.
    εκφρ.
    недостаточный глагол – το ελλιπές ρήμα.

    Большой русско-греческий словарь > недостаточный

  • 2 недостаточный

    недоста́точн||ый
    прил
    1. ἀνεπαρκής, λειψός, ἐλλ(ε)ιπής / ξίκικος (по весу):
    \недостаточныйые сведения (знания) ἀνεπαρκείς πληροφορίες (γνώσεις)·
    2. (неосновательный) μή σοβαρός:
    \недостаточныйая причина (повод) μή σοβαρή αίτία· ◊ \недостаточныйый глагол грам. τό ἐλλ(ε)ιπές (или ἐλλειπτικό) ρήμα.

    Русско-новогреческий словарь > недостаточный

  • 3 неполный

    неполн||ый
    прил ἐλλ(ε)ιπής, λειψός, μή πλήρης, ἀνεπαρκής:
    \неполный стакан τό μισογεμάτο ποτήρι· \неполный перечень ἡ μή πλήρης ἀπαρίθμηση· \неполныйая средняя школа ἡ ἐπτατάξιος σχολή.

    Русско-новогреческий словарь > неполный

  • 4 дефицитный

    επ., βρ: -тен, -тна, -тно.
    1. ανεπικερδής, μη αποδοτικός, μη προσοδοφόρος•

    -ое предприятие ανεπικερδής επιχείρηση.

    2. ανεπαρκής, ελλιπής, λειψός.

    Большой русско-греческий словарь > дефицитный

  • 5 дубоватый

    επ., βρ: -ват, -а, -о
    άγαρπος, χοντροειδής, μπατάλικος, άχαρος. || κουτούτσικος, ελαφρόνους, βραδύνους, λειψός.

    Большой русско-греческий словарь > дубоватый

  • 6 куцый

    επ.
    1. κολοβός, κουτσονούρης. || κοντόουρος.
    2. μικρός, κοντός, βραχύς•

    куцый пиджак κοντό σακκάκι.

    3. μτφ. κολοβωμένος, κουτσουρεμένος, ακρωτηριασμένος•

    -ые свободы κουτσουρεμένες ελευθερίες•

    -ая конституция ακρωτηριασμένο (πολιτικό) σύνταγμα.

    || ανεπαρκής, ελλειπής, λειψός.

    Большой русско-греческий словарь > куцый

  • 7 маловесный

    επ., βρ: -сен, -сна, -оно (о)- λιγοβαρής. || λειπόβαρος, λειψός, ξίκικος

    Большой русско-греческий словарь > маловесный

  • 8 маловодный

    επ., βρ: -ден, -дна, -дно
    λειψός σε νερό, λίγο ένυδρος.

    Большой русско-греческий словарь > маловодный

  • 9 мешок

    -шка α.
    1. σάκκος, σακκί, τσουβάλι,• походный мешок οδοιπορικός σάκκος•

    сложить вещи в мешок τακτοποιώ τα πράγματα στο τσουβάλι•

    таскать -и κουβαλώ τσουβάλια•

    вещевой мешок ο γυλιός του στρατιώτη.

    2. μτφ. άνθρωπος αργοκίνητος, αργός, μπάταλος.
    3. (στρατ.) πολιορκία, κύκλωση•

    полк попал в мешок το σύνταγμα κυκλώθηκε από παντού.

    4. κάλυκας λουλουδιού.
    εκφρ.
    золотой ή денежный мешок – (άνθρωπος) παραλής•
    - и под глазами – οιδήματα (εξογκώματα) κάτω από τα μάτια•
    сидеть -ом – (για ενδυμασία) κάθεται (στο σώμα) σαν τσουβάλι•
    точно (словно) из-за угла -ом ударенный ή прибитый – ανάπηρος διανοητικά, λειψός, χτυπημένος στο κεφάλι.

    Большой русско-греческий словарь > мешок

  • 10 неполный

    επ., βρ: -лон, -лна, -лно
    ο μη πλήρης• λειψός, ελλειπής• κοντόγεμος•

    -ое ведро κοντόγεμος• κουβάς•

    -стакан κοντόγεμο ποτήρι «- метр λειψό μέτρο•

    βλ. семи-лтка1.
    εκφρ.
    - ое предложение – (γραμμ.) ελλειπής πρόταση.

    Большой русско-греческий словарь > неполный

  • 11 отсутствовать

    -твую, -твуешь, μτχ. ενστ. отсуствующий
    ρ.δ.
    1. απουσιάζω, είμαι απών.
    2. (ελ)λείπω, δεν υπάρχω, είμαι λειψός.

    Большой русско-греческий словарь > отсутствовать

  • 12 пентюх

    α. (απλ.) αργοκίνητος, αργοσάλευτος, νωθρός, οκνός. || ελαφρόνους, κουφόνους, κουφόμυαλος, λειψός.

    Большой русско-греческий словарь > пентюх

  • 13 придурковатый

    επ., βρ: -ват, -а, -о
    κουτούτσικος, χαζούτσικος, φυρόμυαλος, λειψός.

    Большой русско-греческий словарь > придурковатый

  • 14 простофиля

    α. κ. θ. κουτός, ανόητος, ελαφρόμυαλος, φυρόμυαλος, λειψός.

    Большой русско-греческий словарь > простофиля

  • 15 пустой

    επ., βρ: пуст, -а, -о.
    1. άδειος, κενός• κούφιος•

    -ая бочка άδειο βαρέλι•

    -ая коробка άδειο κουτάκι•

    пустой чемодан άδεια βαλίτσα.

    || ακατοίκητος•

    пустой дом ακατοίκητο σπίτι.

    || ελεύθερος•

    у нас был пустой урок ένα μάθημα δεν κάναμε, μια ώρα δεν έγινε μάθημα.

    || ακαρύκευτος, ανάρτυτος•

    -ые щи ανάρτυτη λαχανόσουπα (μόνο λάχανο).

    2. μτφ. κούφιος, ελαφρόνους, φυρόμυαλος, ανάπηρος το νου,λειψός.
    3. μτφ. αβάσιμος, ανύπαρκτος•

    -ые страхи ανύπαρκτοι (αδικαιολόγητοι) φόβοι.

    || ανώφελος, άκαρπος• χωρίς περιεχόμενο.
    4. ασήμαντος, τιποτένιος, μηδαμηνός.
    5. ουσ. -ое ουδ. τιποτένιο πράγμα.
    εκφρ.
    - ое место – τιποτένιος (κούφιος) άνθρωπος•
    с -ыми руками прийти – έρχομαι με αδεινά τα χέρια•
    уйти -ыми руками – φεύγω με αδειανά τα χέρια (άπρακτος)•
    - ые фразы – κούφια λόγια, φράσεις χωρίς περιεχόμενο.

    Большой русско-греческий словарь > пустой

  • 16 разрозненный

    επ. από μτχ.
    1. ασυμπλήρωτος-ελλειπής, λειψός• παράταιρος.
    2. σποραδικός, σκόρπιος. || μεμονωμένος.

    Большой русско-греческий словарь > разрозненный

  • 17 скудоумный

    επ., βρ: -мен, -мна, -мно παλ. φτωχός το πνεύμα (διανοητικά)• αγαθός, λειψός.

    Большой русско-греческий словарь > скудоумный

  • 18 слабоголовый

    επ., βρ:.-лов, -а, -о
    ελαφρόνους, δύσνους, φυρόμυαλος• λειψός.

    Большой русско-греческий словарь > слабоголовый

  • 19 слепец

    -пца α.
    1. τυφλός, αόμματος. || μτφ. αμβλύς το νουν, λειψός• κοιμισμένος.
    2. βλ. слепыш.

    Большой русско-греческий словарь > слепец

  • 20 слепой

    επ., βρ: слеп, -а, -о.
    1. τυφλός, αόμματος•

    слепой старик τυφλός γέρος•

    совсем слепой τελείως τυφλός.

    2. μτφ. άκριτος, παράλογος. -ое повиновение τυφλή υποταγή•

    -ое подражание δουλική απομίμηση.)| ουσ. ο τυφλός..

    3. κουτουτσικος, λειψός• (απο)κο ιμισμένος.
    4. τυχαίος•

    слепой случай τυχαία σύμπτωση,

    5. δυσδιάκριτος, ασαφής• δυσανάγνωστος•

    -ые буквы δυσανάγνωστα γράμματα•

    -ая печать δυσδιάκριτη σφραγίδα.

    6. που δεν έχει, έξοδο•

    -ая пещера τυφλή σπηλιά.

    || χωρίς παράθυρα•

    слепой этаж όροφος χωρίς παράθυρα.

    εκφρ.
    довдь – ήλιος και βροχή•
    - ая кишка – το τυφλό έντερο.

    Большой русско-греческий словарь > слепой

См. также в других словарях:

  • λειψός — ή, ό (Μ λειψός, ή, όν) 1. αυτός που παρουσιάζει έλλειψη, ελλιπής, λιγοστός, μη πλήρης 2. (για πρόσ.) ατελής στο σώμα ή στο πνεύμα, σωματικά ή διανοητικά ανάπηρος νεοελλ. 1. (για βρέφος) αυτός που γεννήθηκε πρόωρα 2. ατελής («μού κανες λειψή… …   Dictionary of Greek

  • λειψός — ή, ό 1. ελλιπής: Λειψό καρβέλι. 2. ανάπηρος: Πώς να βοηθήσει λειψός άνθρωπος! …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λειψάρης — και λειψιάρης, α, ικο [λειψός] 1. αυτός που έχει ελλείψεις, λειψός, ελλιπής 2. (για άρτο) λιποβαρής …   Dictionary of Greek

  • λειψανάβατος — και λειπανάβατος, η, ο 1. (για τον άρτο) ελλιπής ως προς το ανέβασμα, αυτός που έχει υποστεί ατελή ζύμωση, λειψός 2. μτφ. για πρόσ. ο μη δραστήριος, αυτός που δεν μπορεί να φέρει κάτι σε πέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λειψός + αναβατός (< αναβαίνω),… …   Dictionary of Greek

  • ξίκικος — η, ο επίρρ. α (λ. τουρκ.) 1. αυτός που δεν έχει το κανονικό βάρος, λειψός: Το τυρί ήταν ξίκικο. 2. μτφ., ο ανόητος, λειψός: Και τα δύο παιδιά τους είναι ξίκικα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανάσωστος — η, ο ο μη κανονικός στο σώμα, λειψός, μισερός …   Dictionary of Greek

  • ανέσωστος — η, ο 1. ο μη σωστός, λειψός 2. αδύνατος, ασθενικός 3. άσωστος, αστείρευτος 4. αυτός που δεν μπορείς να τον σώσεις, να τον φθάσεις …   Dictionary of Greek

  • γαμψός — ή, ό (AM γαμψός, ή, όν) κυρτός, αγκυλωτός αρχ. (για πτηνά) ο γαμψώνυχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το γνάμπτω* «κάμπτω, λυγίζω». Το απλό γαμψός προήλθε κατ απόσπαση από το αρχαϊκό σύνθετο γαμψώνυξ < *γναμψωνυξ (πρβλ. και λειψός < λειψόθριξ …   Dictionary of Greek

  • κακοζυγιασμένος — και κακοζυγισμένος, η, ο 1. αυτός που ζυγίστηκε λάθος, ο λειψός στο βάρος 2. αυτός που δεν έχει καλή ζύγιση, αυτός που γέρνει προς τη μία πλευρά, που πάει «μονόπαντα» («κακοζυγιασμένη βάρκα») …   Dictionary of Greek

  • λειπτός — λειπτός, ή, όν (Μ) [λείπω] ελλιπής, λειψός …   Dictionary of Greek

  • λειψάδιν — λειψάδιν, τὸ (Μ) κενός χώρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *λειψάδιον < λειψός + υποκορ. κατάλ. άδιον] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»