Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

λειψός

  • 21 тупой

    επ. βρ: туп, -а, -о.
    1. αμβλύς, αμ-βλύστομος, στομωμένος• ατρόχιστος•

    тупой нож στομωμένο μαχαίρι•

    -ая бритва ακόνιστο ξυράφι.

    || πλατύς•

    тупой конец яйца το πλατύ άκρο του αυγού.

    2. παλ. αδύνατος, άτονος, εξασθενημένος•

    -ое зрение αμβλεία όραση• -όθ•

    слух αμβλεία ακοή•

    тупой взгляд άτονο βλέμμα.

    || ανέκφραστος, άχαρος•

    -ая улыбка άχαρο χαμόγελο.

    3. λειψός, κουτούτσικος, αγαθός, αφελής.
    4. παράλογος, αδικαιολόγητος, παράξενος• ανόητος•

    тупой страх αδικαιολόγητος φόβος•

    -ое упрямство στενοκεφαλιά, ανένδοτο πείσμα.

    || αγόγγυστος, αναντίρρητος, αδιαμαρτύρητος• τυφλός•

    -ое повиновение τυφλή υποταγή.

    5. μαλακός•

    -ая боль μαλακός πόνος.

    6. κούφιος, υπόκωφος, πνιχτός.
    7. παλ. βλ. тупиковый.
    εκφρ.
    тупой угол – (μαθ.) αμβλεία γωνία.

    Большой русско-греческий словарь > тупой

  • 22 убитый

    επ. από μτχ.
    1. σκοτωμένος, φονευμένος, νεκρός•

    список -ых и раненых κατάλογος νεκρών και τραυματιών.

    2. καταπονεμένος, αποκαμωμένος, τσακισμένος• απαυδισμένος.
    εκφρ.
    Богом убитый – ανάπηρος το νου, βαρεμένος, παρμένος, λειψός, μωρός•
    молчать как убитый – είμαι αφωνότερος ιχθύος ή αρεοπαγίτου σιωπηλότερος, τηρώ άκρα σιωπή•
    спать как - – α κοιμούμαι σαν ψόφιος (βαθύν ύπνο).
    επ. από μτχ.
    ταρατσωμένος, πατημένος, χτυπημένος.

    Большой русско-греческий словарь > убитый

  • 23 фофан

    α. (απλ.).
    1. μωρός, κουτός, ανόητος, λειψός.
    2. είδος χαρτοπαιγνίου.
    α.
    1. (αθλτ.) κωπηλάτη βάρκα.
    2. λέμβος για βαρκάδα.

    Большой русско-греческий словарь > фофан

  • 24 юродивый

    επ.
    1. κουτούτσικος, μωρός.
    2. ουσ. κουτός, χαζός, λειψός.
    3. ουσ. μάντης, προφήτης άθλιος, ελεεινός.

    Большой русско-греческий словарь > юродивый

См. также в других словарях:

  • λειψός — ή, ό (Μ λειψός, ή, όν) 1. αυτός που παρουσιάζει έλλειψη, ελλιπής, λιγοστός, μη πλήρης 2. (για πρόσ.) ατελής στο σώμα ή στο πνεύμα, σωματικά ή διανοητικά ανάπηρος νεοελλ. 1. (για βρέφος) αυτός που γεννήθηκε πρόωρα 2. ατελής («μού κανες λειψή… …   Dictionary of Greek

  • λειψός — ή, ό 1. ελλιπής: Λειψό καρβέλι. 2. ανάπηρος: Πώς να βοηθήσει λειψός άνθρωπος! …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λειψάρης — και λειψιάρης, α, ικο [λειψός] 1. αυτός που έχει ελλείψεις, λειψός, ελλιπής 2. (για άρτο) λιποβαρής …   Dictionary of Greek

  • λειψανάβατος — και λειπανάβατος, η, ο 1. (για τον άρτο) ελλιπής ως προς το ανέβασμα, αυτός που έχει υποστεί ατελή ζύμωση, λειψός 2. μτφ. για πρόσ. ο μη δραστήριος, αυτός που δεν μπορεί να φέρει κάτι σε πέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λειψός + αναβατός (< αναβαίνω),… …   Dictionary of Greek

  • ξίκικος — η, ο επίρρ. α (λ. τουρκ.) 1. αυτός που δεν έχει το κανονικό βάρος, λειψός: Το τυρί ήταν ξίκικο. 2. μτφ., ο ανόητος, λειψός: Και τα δύο παιδιά τους είναι ξίκικα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανάσωστος — η, ο ο μη κανονικός στο σώμα, λειψός, μισερός …   Dictionary of Greek

  • ανέσωστος — η, ο 1. ο μη σωστός, λειψός 2. αδύνατος, ασθενικός 3. άσωστος, αστείρευτος 4. αυτός που δεν μπορείς να τον σώσεις, να τον φθάσεις …   Dictionary of Greek

  • γαμψός — ή, ό (AM γαμψός, ή, όν) κυρτός, αγκυλωτός αρχ. (για πτηνά) ο γαμψώνυχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το γνάμπτω* «κάμπτω, λυγίζω». Το απλό γαμψός προήλθε κατ απόσπαση από το αρχαϊκό σύνθετο γαμψώνυξ < *γναμψωνυξ (πρβλ. και λειψός < λειψόθριξ …   Dictionary of Greek

  • κακοζυγιασμένος — και κακοζυγισμένος, η, ο 1. αυτός που ζυγίστηκε λάθος, ο λειψός στο βάρος 2. αυτός που δεν έχει καλή ζύγιση, αυτός που γέρνει προς τη μία πλευρά, που πάει «μονόπαντα» («κακοζυγιασμένη βάρκα») …   Dictionary of Greek

  • λειπτός — λειπτός, ή, όν (Μ) [λείπω] ελλιπής, λειψός …   Dictionary of Greek

  • λειψάδιν — λειψάδιν, τὸ (Μ) κενός χώρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *λειψάδιον < λειψός + υποκορ. κατάλ. άδιον] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»