-
1 λειψιφωτούσαν
-
2 λειψιφωτοῦσαν
См. также в других словарях:
λειψιφωτοῦσαν — λειψιφωτέω wane pres part act fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 λειψιφωτούσαν
2 λειψιφωτοῦσαν
λειψιφωτοῦσαν — λειψιφωτέω wane pres part act fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)