-
1 λειτουργία
λειτουργίᾱ, λειτουργίαpublic service: fem nom /voc /acc dualλειτουργίᾱ, λειτουργίαpublic service: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————λειτουργίαι, λειτουργίαpublic service: fem nom /voc plλειτουργίᾱͅ, λειτουργίαpublic service: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 λειτουργία
λειτουργία η1) действие, работа, функционирование;2) Θεία Λειτουργία η — Божественная Литургия – богослужение, во время которого священнодействуется воспоминание Тайной Вечери Иисуса Христа и совершается таинство Святого Причащения. Это самое главное богослужение в Христовой Церкви, центром которого является Евхаристия, освящение и причащение Святых Даров. Включает в себя, как правило, проскомидию – подготовительную часть; литургию оглашенных, на которой могут присутствовать готовящиеся принять святое Крещение и литургию верных (анафору), на которой совершается само таинство Причащения. По преданию, первые чинопоследования литургии были составлены апостолами Иаковом и Марком. В 4 веке возникла необходимость пересмотра и определенной унификации различных списков литургий, что было осуществлено для Восточной Церкви святителем Василием Великим, а вслед за ним – Иоанном Златоустом. Литургии Василия Великого и Иоанна Златоуста используются Православной Церковью до настоящего времени, однако в 5-9 вв. их тексты были подвергнуты значительным изменениям, были добавлены определенные песнопения и т.п. Православная Церковь использует также сокращенный чин литургии Преждеосвященных Даров (составлен папой Григорием Двоесловом), на которой для причащения предлагаются Святые Дары, освященные ранее, на предшествовавшей литургии. Литургия Преждеосвященных Даров служится во время Великого ПостаЭтим.дргр., первоначальное значение «народное служение (обществу или Богу)» < λειτουργώ < λείτον + έργον «общество + дело». Церковное значение появилось позднее, в первые века христианства*Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > λειτουργία
-
3 λειτουργια
атт. λῃτουργία ἥ1) лейтургия (литургия), общественная повинность (в Афинах все граждане с имущественным цензом не ниже трёх талантов должны были, в порядке известной очереди, выполнять на свой счет лейтургии регулярные: χορηγία, γυμνασιαρχία, ἑστίασις, ἀρχιθεωρία - и чрезвычайные: τριηραρχια, προεισφορά) Isocr., Plat., Arst. etc.2) государственная служба, общественная работаὁ ἐπὴ λειτουργιῶν Polyb. — начальник рабочей команды ( в армии)
3) работа, функция(ἥ τοῦ στόματος и διὰ τοῦ στόματος λ. Arst.)
4) культ. служба, служение, почитание(πρὸς τοὺς θεούς Arst.; τῶν θεῶν Diod.)
5) услуга(λ. φιλική Luc.; πρός τινα NT.)
-
4 λειτουργία
λειτουργία, ας, ἡ (s. prec. entry; Pla.+; ins, pap, LXX, ParJer 3; ApcSed 14, 3 and 11; EpArist, Philo, Joseph., loanw. in rabb.) prim. ‘public service’, the usual designation for a service performed by an individual for the state or public cult (oft. free of charge, s. lit. under λειτουργέω 2), in our lit. almost always used w. some sort of relig. connotation. As with the use of the verb λειτουργέω NT writers suggest an aura of high status for those who render any type of service.① service of a formal or public type, serviceⓐ of ritual and cultic services (Diod S 1, 21, 7; SIG 1109, 111; UPZ 17, 17 [163 B.C.] λ. τῷ θεῷ; 40, 19 [161 B.C.]; PTebt 302, 30 [s. Dssm. B 138=BS 141]; Ex 37:19; Num 8:22; 16:9; 18:4; 2 Ch 31:2; EpArist; Philo, Virt. 54 al.; Jos., Bell. 1, 26, Ant. 3, 107 al.; Hippol., Ref. 9, 30, 4) service as priest Lk 1:23. τὰς προσφορὰς καὶ λειτουργίας ἐπιτελεῖσθαι bring offerings and perform (other) ceremonial services 1 Cl 40:2. τὰ σκεύη τῆς λ. the vessels used in priestly service Hb 9:21 (ParJer 3:9, 11, 18). Of the high priest’s service 1 Cl 40:5. Fig., of the high-priestly office of Christ Hb 8:6.ⓑ of other kinds of service to God 1 Cl 20:10. Of Noah 1 Cl 9:4. Of Paul (w. θυσία, q.v. 1; cp. BGU 1201, 7 [2 A.D.] πρὸς τὰς λιτουργείας καὶ θυσείας τῶν θεῶν) sacrificial service Phil 2:17.—Of officials in Christian congregations (ἡ τῆς ἐπισκοπῆς λ. Iren. 3, 3, 3 [Harv. II 10, 3]) διαδέχεσθαι τὴν λ. αὐτῶν succeed to their office 1 Cl 44:2; ἡ αὐτοῖς τετιμημένη λ. the office held in honor by them 44:6; ἀποβάλλεσθαι τῆς λ. be removed from office 44:3. On D 15:1 cp. λειτουργέω 1a.—Also of the activities of a nonofficial pers. in the church service μὴ παρεκβαίνειν τὸν ὡρισμένον τῆς λ. αὐτοῦ κανόνα not overstepping the fixed boundaries of his service 1 Cl 41:1. Of acts that show forth Christian charity and other virtues that are beyond the call of ordinary duty and are therefore more like those rendered by public-spirited citizens and thus evoke God’s special approval: αἱ λ. αὗται these services Hs 5, 3, 3; cp. 5, 3, 8 (λ. ἐκκλησίας θεοῦ ἐπὶ σωτηρίᾳ ἀνθρώπων Orig., C. Cels. 8, 75, 18).—Of angels: λ. τῆς κτίσεως ‘service to the creation’ Hippol., Ref. 9, 30, 2.② service of a personal nature, help, assistance, service transf. sense of the primary mng. and mng. 1: of Epaphroditus’ services to Paul ἵνα ἀναπληρώσῃ τὸ ὑμῶν ὑστέρημα τῆς πρός με λειτουργίας in order that he might supply what was lacking in your service to me Phil 2:30. W. ref. to the collection ἡ διακονία τῆς λ. ταύτης 2 Cor 9:12.—ESchweizer, D. Leben d. Herrn in d. Gemeinde u. ihren Diensten, ’46, 19–23; AHillorst, Filología Neotestamentaria 1, ’88, 27–34.—DELG s.v. λαός. M-M. EDNT. TW. Spicq. Sv. -
5 λειτουργία
η1) действие, работа; функционирование; 2) функция, обязанность; 3) церк, литургия; обедня; 4) см. λειτουργία 2 -
6 λειτουργιά
η 1) см. λειτουργία 3;2) просфора -
7 λειτουργίᾳ
Βλ. λ. λειτουργία -
8 λειτουργία
{сущ., 6}служба, служение, услуга, литургия.Ссылки: Лк. 1:23; 2Кор. 9:12; Флп. 2:17, 30; Евр. 8:6; 9:21.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > λειτουργία
-
9 λειτουργία
{сущ., 6}служба, служение, услуга, литургия.Ссылки: Лк. 1:23; 2Кор. 9:12; Флп. 2:17, 30; Евр. 8:6; 9:21.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > λειτουργία
-
10 λειτουργία
служба, служение, услуга, литургия.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > λειτουργία
-
11 λειτουργίᾳ
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > λειτουργίᾳ
-
12 λειτουργία
-
13 λειτουργία
-ας + ἡ N 1 19-22-1-1-4=47 Ex 37,19(38,21); Nm 4,24.27(bis).28public, religious or liturgical service Nm 4,24; service, ministry (of priest) Ex 37,19(38,21)Cf. BARR 1961, 149-151; DANIEL, S. 1966, 66-117; LE BOULLUEC 1989, 363; LEWIS 1960, 175-184;ROMEO 1949, 467-503; SPICQ 1978a, 475-481; →TWNT -
14 λειτουργία
[литургиа] ουσ θ функционирование механизма и т. п, (εκκλ.) обедня, литургия. -
15 λειτουργία
λειτουργ-ία, ἡ, earlier [dialect] Att. [pref] λητ- IG22.1140.14 (386 B.C.):—at Athens, and elsewhere (e.g. Siphnos, Isoc.19.36; Mitylene, Antipho 5.77),A public service performed by private citizens at their own expense, And.4.42, Lys.21.19, etc.; λ. ἐγκύκλιοι ordinary, i.e. annual, liturgies, D.20.21; λειτουργίαι μετοίκων, opp. πολιτικαἰ, ib.18.II any public service or work, PHib. 1.78.4 (iii B.C.), etc.; ὁ ἐπὶ τῶν λειτουργιῶν τεταγμένος, in an army, the officer who superintended the workmen, carpenters, etc., Plb.3.93.4;οἱ ἐπί τινα λ. ἀπεσταλμένοι Id.10.16.5
: generally, military duty, UPZ15.25 (pl., ii B.C.).2 generally, any service or function,ἡ πρώτη φανερὰ τοῖς ζῴοις λ. διὰ τοῦ στόματος οὖσα Arist.PA 650a9
, cf. 674b9, 20, IA 711b30;φιλικὴν ταύτην λ. Luc.Salt.6
.3 service, ministration, help, 2 Ep.Cor.9.12, Ep.Phil.2.30.III public service of the gods,αἱ πρὸς τοὺς θεοὺς λ. Arist.Pol. 1330a13
;αἱ τῶν θεῶν θεραπεῖαι καὶ λ. D.S.1.21
, cf. UPZ17.17 (ii B.C.), PTeb.302.30 (i A.D.), etc.; the service or ministry of priests, LXX Nu.8.25, Ev.Luc.1.23.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λειτουργία
-
16 λειτουργία
görev, iş, işlev, fonksiyon -
17 λειτουργία
1) fonction2) fonctionnement -
18 λειτουργία
1) czynność (f) rzecz.2) działanie (n) rzecz.3) funkcja (f) rzecz. -
19 λειτουργία
1) chod2) činnost3) fungování4) funkce5) provoz6) úřad7) výkon -
20 λειτουργία
1) function2) operationΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > λειτουργία
См. также в других словарях:
λειτουργία — λειτουργίᾱ , λειτουργία public service fem nom/voc/acc dual λειτουργίᾱ , λειτουργία public service fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειτουργία — Ενέργεια, εργασία· στην περίπτωση των οργάνων του σώματος, ο τρόπος με τον οποίο αυτά λειτουργούν. Ιστορία. Ο όρος λ. ήταν γνωστός και στην αρχαιότητα. Επρόκειτο για υπηρεσία τακτική ή έκτακτη, που επέβαλε το κράτος των Αθηναίων στους… … Dictionary of Greek
λειτουργιά — Ενέργεια, εργασία· στην περίπτωση των οργάνων του σώματος, ο τρόπος με τον οποίο αυτά λειτουργούν. Ιστορία. Ο όρος λ. ήταν γνωστός και στην αρχαιότητα. Επρόκειτο για υπηρεσία τακτική ή έκτακτη, που επέβαλε το κράτος των Αθηναίων στους… … Dictionary of Greek
λειτουργία — η 1. ενέργεια, εργασία: Η λειτουργία της αγοράς. 2. η ενέργεια των οργάνων του σώματος: Η λειτουργία του εγκεφάλου. 3. η τελετή της Θείας Ευχαριστίας στην εκκλησία: Στη λειτουργία ήταν παρών και ο πρωθυπουργός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λειτουργίᾳ — λειτουργίαι , λειτουργία public service fem nom/voc pl λειτουργίᾱͅ , λειτουργία public service fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειτουργιά — η ο άρτος για τη Θεία Ευχαριστία, το πρόσφορο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δικαιοδοτική λειτουργία — Μία από τις τρεις λειτουργίες στις οποίες εκδηλώνεται η κυριαρχία του νεότερου κράτους· συνίσταται στην αποκλειστική εξουσία εφαρμογής των νόμων σε περίπτωση παράβασης ή αμφισβήτησης, με τον τερματισμό των ερίδων μετά από αποφάσεις υποχρεωτικής… … Dictionary of Greek
φωτοσύνθεση ή χλωροφυλλική λειτουργία — Σύνολο χημικών αντιδράσεων, που πραγματοποιούνται κάτω από την επίδραση του ηλιακού φωτός σε όλα τα πράσινα μέρη του φυτού, δηλαδή στα μέρη που περιέχουν χλωροφύλλη. Η χημική αυτή ουσία μπορεί να πάρει από τον ατμοσφαιρικό αέρα διοξείδιο του… … Dictionary of Greek
λειτουργίας — λειτουργίᾱς , λειτουργία public service fem acc pl λειτουργίᾱς , λειτουργία public service fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειτουργίαι — λειτουργία public service fem nom/voc pl λειτουργίᾱͅ , λειτουργία public service fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειτουργίαν — λειτουργίᾱν , λειτουργία public service fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)