-
1 λείουρος
λείουρος· αἴλουρος, Hsch. [full] λείουσι, poet.for λέουσι, dat.pl. of λέων. [full] λειούσματα ἢ λεγούσματα εἶδος καταφράκτου, Γαλάται, Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λείουρος
См. также в других словарях:
Галльский язык — Страны: Галлия Вымер: VI век … Википедия