-
1 λειοτάτω
-
2 λειοτάτῳ
См. также в других словарях:
λειοτάτῳ — λεῑοτάτῳ , λεῖος smooth masc/neut dat superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 λειοτάτω
2 λειοτάτῳ
λειοτάτῳ — λεῑοτάτῳ , λεῖος smooth masc/neut dat superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)