Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

λεηλατώ

См. также в других словарях:

  • λεηλατώ — λεηλατώ, λεηλάτησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • λεηλατώ — (AM λεηλατῶ, έω) 1. αποκομίζω λεία, λαφυραγωγώ 2. κατακλέβω, ληστεύω («οι κλέφτες λεηλάτησαν το κατάστημα») 3. αφανίζω, ερημώνω («ἀπὸ θαλάσσης λεηλατεῡσι τὸ πεδίον», Ηρόδ.) αρχ. φρ. «λεηλατοῡμαι τῇ γαστρί» είμαι λαίμαργος, είμαι κοιλιόδουλος.… …   Dictionary of Greek

  • λεηλατώ — λεηλάτησα, λεηλατήθηκα, λεηλατημένος, διαρπάζω, λαφυραγωγώ: Η πόλη λεηλατήθηκε από τον εχθρό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λεηλατῶ — λεηλατέω drive away booty pres subj act 1st sg (attic epic doric) λεηλατέω drive away booty pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρπάζω — και αρπάχνω (AM ἁρπάζω) 1. παίρνω ή πιάνω κάτι στα χέρια μου γρήγορα και ορμητικά («άρπαξε το όπλο και πυροβόλησε» πρβλ. «ἁρπάσσω τα ὅπλα», Ξεν. «άρπαξε ο λύκος το πρόβατο») 2. αποσπώ ή παίρνω μαζί μου με τη βία («αρπάξανε μια κοπέλα» πρβλ. «ὅτε… …   Dictionary of Greek

  • εξπιλεύω — ἐξπιλεύω (Μ) λεηλατώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. expilo «λεηλατώ, διαρπάζω»] …   Dictionary of Greek

  • καταδηώ — καταδῃῶ και καταδηιῶ, όω (Α) λεηλατώ, ερημώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δῃῶ «ερημώνω, λεηλατώ»] …   Dictionary of Greek

  • καταληίζομαι — καταληΐζομαι (AM) λεηλατώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ληΐζομαι «λεηλατώ»] …   Dictionary of Greek

  • κατασυλώ — κατασυλῶ, έω (Μ) (επιτ. τ. τού συλώ*) αρπάζω, λεηλατώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + συλῶ «λεηλατώ»] …   Dictionary of Greek

  • προδιαρπάζω — Α διαρπάζω, λεηλατώ εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διαρπάζω «αρπάζω διά της βίας, λαφυραγωγώ, λεηλατώ»] …   Dictionary of Greek

  • προκαταδηώ — όω, Α λεηλατώ εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταδηῶ «λεηλατώ, ερημώνω»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»