-
1 λεηλατώ
[лэилато] р. грабить, расхищать.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > λεηλατώ
-
2 грабить
-
3 опустошать
опустошать, опустошить ερημώνω· λεηλατώ (разграбить)* * *= опустошитьερημώνω; λεηλατώ ( разграбить) -
4 ограбление
η ληστεία, η κλοπή, η λεηλασία-ить ληστεύω, λεηλατώРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ограбление
-
5 грабить
грабитьнесов ληστεύω, λεηλατώ. -
6 громить
громитьнесов1. διαρρηγνύω, σπάζω, κάνω διάρρηξη, λεηλατώ·2. перен (обличать, бранить) κατακεραυνώνω·3. (врага) τσακίζω, συντρίβω, κατατροπώνω. -
7 опустошать
опустош||атьнесов1. λεηλατώ, ἐρημώνω, ρημάζω, ἀφανίζω·2. (бутылку и ; т. п.) разг ἀδειάζω·3. перен κατάστρέφω, ἐρημώνω. -
8 разворовать
развороватьсов, разворовывать несем. κατακλέβω/ διαρπάζω (расхищать)/ λεηλατώ (разграбить). -
9 разграбить
разграб||итьсов λεηλατώ, διαρπάζω, κατακλέβω, λαφυραγωγώ· \разграбитьление с ἡ λεηλασία, ἡ λεηλάτηση [-ις], ἡ διαρπαγή, ἡ λαφυραγωγία. -
10 разгромить
разгром||и́тьсов1. (врага) κατασυντρίβω, τσακίζω, κατατροπώνω·2. (разграбить) λεηλατώ, διαρπάζω. -
11 грабить
грабить 1-блю, -бишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. грабленный, βρ: -лен, -а, -оρ.δ.μ.λεηλατώ, αρπάζω, δηώνω, διαγουμίζω, ληστεύω,κουρσεύω. || μτφ. ληστεύω εύσχημα (με φορολογία, δοσίματα κ.τ.τ.)• чиновники -ли народ οι αξιωματούχοι λήστευαν το λαό.грабить 2-блю, -бишь, ρ.δ.μ. (διαλκ.)βλ. грести (2 σημ.). -
12 заграбить
-блю, -бишь ρ.σ.μ. (παλ. κ. απλ.) (δι)αρπάζω, λεηλατώ, ληστεύω. -
13 мародёрствовать
-ствую, -ствуешьρ.δ.λαφυραγωγώ, πλιατσικολογώ, λεηλατώ, σκυλεύω. -
14 награбастать
ρ.σ.μ.(απλ.) αρπάζω λεηλατώ ληστεύω (πολλούς, πολλά). -
15 награбить
1. -блю, -бишьρ.σ.μ. (με ποσοτική σημ.) λεηλατώ, διαρπάζω, λαφυραγωγώ ληστευω.2. -блю, -бишьρ.σ. (με ποσοτική1 σημ.)βλ. грести (2ΐ σημ.). -
16 ограбить
-блю, -бишьρ.σ.μ. λεηλατώ, λαφυραγωγώ, διαρπάζω, κουρσεύω. -
17 разграбить
διαρπάζω, λεηλατώ, δηώνω, διαγουμίζω, κουρσεύω. -
18 топтать
топчу, топчешь παθ. μτχ. παρλθ. χρ. топтанный, βρ: -тан, -а, -оρ,δ.μ.1. ποδοπατώ, τσαλαπατώ•топтать траву ποδοπατώ το χορτάρι.
|| λερώνω με τα πόδια, με τα παπούτσια•топтать пол πατώντας λερώνω το πάτωμα.
|| (για υποδήματα) στραβοπατώ. || βαδίζω.2. πατώ•раненых -ли конями τους τραυματίες τους πατούσαν με τα άλογα.
|| μτφ. διαρπάζω, λεηλατώ.3. πιέζω, θλίβω•топтать виноград πατώ τα σταφύλια.
|| ανακατεύω•топтать глину πατώ τον πηλό.
4. βλ. спариться:εκφρ.топтать в грязи – κυλώ στο βούρκο• κατασυκοφαντώ• ποδοπατώ την αξιοπρέπεια, ξευτελίζω, κουρελιάζω, ρεζιλεύω•топтать на месте – κάνω βήμα σημειωτό (δεν προοδεύω).1. ποδοπατιέμαι, τσαλαπατιέμαι. || λερώνομαι με το ποδοπάτημα.2. (για υποδήματα) στραβοπατιέμαι.3. πιέζομαι, θλίβομαι.4. κάνω βήμα σημειωτό. || στριφογυρίζω στο ίδιο μέρος.5. είμαι, βρίσκομαι. || παρευρίσκομαι.εκφρ.топтать на месте – κάνω βήμα σημειωτό (δεν προοδεύω, δεν αναπτύσσομαι). -
19 хищничать
ρ.δ.1. (για ζώα)- αρπάζω.2. λεηλατώ, δηώνω, ληστεύω. -
20 чистить
чищу, чистишь, παθ. μτχ. чищенный, βρ: -щен, -а, -оρ.δ.μ.1. καθαρίζω, παστρεύω•чистить дно канала καθαρίζω το βυθό της διώρυγας•
чистить дорогу καθαρίζω το δρόμο•
чистить себе уши καθαρίζω τ αυτιά, μου•
чистить ногти καθαρίζω τα νύχια•
чистить щткой καθαρίζω με τη βούρτσα (βουρτσίζω)•
чистить зубы щткой καθαρίζω τα δόντια με την οδοντόβουρτσα•
чистить лошадь скребницей ζυστρίζω το άλογο.
|| λουστρίζω•чистить сапоги λουστρίζω τις μπότες.
2. αποφλοιώνω, ξεφλουδίζω•чистить фрукты καθαρίζω τα φρούτα.
|| εκκοκκίζω, ξεκοκκίζω•чистить горошек ξεκοκκίζω τα μπιζέλια.
|| αφαιρώ το τσόφλι, ξετσοφλίζω•чистить яйцо ξετσοφλίζω το αυγό•
чистить чешуго απολεπίζω•
чистить перья μαδίζω•
чистить внутренностей αφαιρώ (βγάζω) τα εντόσθια (ξεκοιλιάζω).
3. μτφ. εκκαθαρίζω, κάνω εκκαθάριση, εξυγίανση•чистить партию κάνω εκκαθάριση στο κόμμα•
чистить государственный аппарат κάνω εκκαθάριση του κρατικού μηχανισμού.
4. μτφ. κατακλέβω, λεηλατώ, απογυμνώνω.5. μαλώνω,βρίζω, ξετινάζω. || χτυπώ, δέρνω.καθαρίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
См. также в других словарях:
λεηλατώ — λεηλατώ, λεηλάτησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
λεηλατώ — (AM λεηλατῶ, έω) 1. αποκομίζω λεία, λαφυραγωγώ 2. κατακλέβω, ληστεύω («οι κλέφτες λεηλάτησαν το κατάστημα») 3. αφανίζω, ερημώνω («ἀπὸ θαλάσσης λεηλατεῡσι τὸ πεδίον», Ηρόδ.) αρχ. φρ. «λεηλατοῡμαι τῇ γαστρί» είμαι λαίμαργος, είμαι κοιλιόδουλος.… … Dictionary of Greek
λεηλατώ — λεηλάτησα, λεηλατήθηκα, λεηλατημένος, διαρπάζω, λαφυραγωγώ: Η πόλη λεηλατήθηκε από τον εχθρό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λεηλατῶ — λεηλατέω drive away booty pres subj act 1st sg (attic epic doric) λεηλατέω drive away booty pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρπάζω — και αρπάχνω (AM ἁρπάζω) 1. παίρνω ή πιάνω κάτι στα χέρια μου γρήγορα και ορμητικά («άρπαξε το όπλο και πυροβόλησε» πρβλ. «ἁρπάσσω τα ὅπλα», Ξεν. «άρπαξε ο λύκος το πρόβατο») 2. αποσπώ ή παίρνω μαζί μου με τη βία («αρπάξανε μια κοπέλα» πρβλ. «ὅτε… … Dictionary of Greek
εξπιλεύω — ἐξπιλεύω (Μ) λεηλατώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. expilo «λεηλατώ, διαρπάζω»] … Dictionary of Greek
καταδηώ — καταδῃῶ και καταδηιῶ, όω (Α) λεηλατώ, ερημώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δῃῶ «ερημώνω, λεηλατώ»] … Dictionary of Greek
καταληίζομαι — καταληΐζομαι (AM) λεηλατώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ληΐζομαι «λεηλατώ»] … Dictionary of Greek
κατασυλώ — κατασυλῶ, έω (Μ) (επιτ. τ. τού συλώ*) αρπάζω, λεηλατώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + συλῶ «λεηλατώ»] … Dictionary of Greek
προδιαρπάζω — Α διαρπάζω, λεηλατώ εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διαρπάζω «αρπάζω διά της βίας, λαφυραγωγώ, λεηλατώ»] … Dictionary of Greek
προκαταδηώ — όω, Α λεηλατώ εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταδηῶ «λεηλατώ, ερημώνω»] … Dictionary of Greek