-
1 λεβητίζω
-
2 λεβητίζω
λεβητίζω, gleichsam einkesseln, in den Kessel werfen u. kochen -
3 λεβητίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λεβητίζω
-
4 λεβητισθέντες
λεβητίζωput into: aor part pass masc nom /voc pl -
5 λεβητίζουσα
λεβητίζωput into: pres part act fem nom /voc sg (attic epic doric ionic)
См. также в других словарях:
λεβητίζω — (Α) [λέβης] βάζω κάτι σε λέβητα ή βράζω κάτι σε λέβητα … Dictionary of Greek
λεβητισθέντες — λεβητίζω put into aor part pass masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεβητίζουσα — λεβητίζω put into pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λέβητας — ο (AM λέβης, ητος) μεγάλη μετάλλινη χύτρα για βράσιμο νερού ή για μαγείρεμα φαγητού, η οποία κατά τους αρχαίους χρόνους δινόταν και ως τιμητικό δώρο ή ως έπαθλο σε αγώνα, καζάνι, λεβέτι (α. «ὡς δὲ λέβης ζεῑ ἔνδον ἐπειγόμενος πυρὶ πολλῷ», Ομ. Ιλ.… … Dictionary of Greek