-
1 λεαινω
эп.-ион. λειαίνω (fut. λεᾰνῶ, aor. ἐλέᾱνα - ион. ἐλέηνα; pass.: aor. ἐλεάνθην, pf. λελέασμαι)1) делать гладким, полировать(τόξον Hom.)
2) делать ровным, выравнивать(κέλευθον, χορόν Hom.)
λ. τὰ τραχυνθέντα Plat. — сглаживать шероховатости3) перен. сглаживать, смягчать, скрашивать(τὸν λόγον τινός Her.)
4) разбивать, толочь(ὑπέροις τι Her.)
5) перемалывать, измельчать, разжевывать (sc. τοῖς γομφίοις Xen.; τέν τροφήν Arst.)6) срывать, срезывать, срубать, уничтожать(τὰ φυόμενα Her.)
См. также в других словарях:
λεανῶ — λεαίνω smooth fut ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπταίνω — και λεπτύνω (AM λεπτύνω) [λεπτός] 1. καθιστώ κάτι λεπτό, τό εκλεπτύνω (α. «λεπταίνω το σύρμα» β. «καὶ λεπτυνῶ αὐτοὺς ὡς χνοῡν κατὰ πρόσωπον ἀνέμου, εἰς πηλὸν πλατειῶν λεανῶ αὐτούς», ΠΔ) 2. κάνω κάτι ή κάποιον ισχνό, αδύνατο (α. «σέ λέπτυνε η… … Dictionary of Greek