-
1 λείψανα
λείψανονpiece left: neut nom /voc /acc pl -
2 λείψανα
remainsΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > λείψανα
-
3 λείψαν'
λείψανα, λείψανονpiece left: neut nom /voc /acc pl -
4 λειφαιμέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λειφαιμέω
-
5 λείψανον
A piece left, remnant, : metaph., of a man, λ. φίλων, Φρυγῶν, Id.El. 554, Tr. 716;τὸ νῦν αὐτῆς [τῆς γῆς] λ. Pl.Criti. 110e
, cf. 111a;δάκρυα.. στοργᾶς λείψανον AP7.476
(Mel.); μειδιάματος λ. traces of a smile, Chor.in Rev.Phil.1.230.2 freq. in pl., remains of the dead,λείψαν' ἐκβάλλειν κυσίν E.Fr. 469
;λείψανα θανόντος S.El. 1113
;τὰ λ. τοῦ σώματος Pl.Phd. 86c
; βωμὸς λ. φωτὸς ἔχει CIG (add.) 4079b ([place name] Ancyra), al.; but λ. τῶν ἀγαθῶν ἀνδρῶν their deeds, good name, etc., E.Andr. 774 (lyr.); remnants of youth, Ar.V. 1066 (lyr.); λ. τῶν Ἰλιακῶν παθημάτων sequels to.., Longin.9.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λείψανον
-
6 περισώζω
A save alive ( = σῴζειν τινὰ ὥστε περιεῖναι), save from death or ruin, X.HG2.3.25, etc.; π. τὴν πόλιν ib.6.5.47 :—[voice] Med.,ἑταίραν χρηστὴν σεαυτῷ περιεσώσω Alciphr.1.30
:—[voice] Pass., escape with one's life, of a prisoner, X.HG2.3.32, cf. 4.8.21, Phld.Rh.1.28 S.;αἰσχρῶς App.Sam.4.7
;ἐκ μάχης D.C.46.50
; of things, survive,οἷον λείψανα περισεσῶσθαι Arist.Metaph. 1074b13
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περισώζω
-
7 ἀποπνέω
A- πνεύσω Gp.2.21.3
:—breathe forth, of the Chimaera,δεινὸν ἀποπνείουσα πυρὸς μένος Il.6.182
; [φῶκαι] πικρὸν ἀποπνείουσαι ἁλὸς.. ὀδμήν Od.4.406
;ἀ. ἔπος στόματος Pi.P.4.11
; θυμὸν ἀποπνείων giving up the ghost, Il.4.524; so without θυμόν, Batr.99, Nic.Dam.p.61 D., Phleg.Mir.3;ἀ. ψυχήν Simon.52
;ἡλικίαν Id.115
, Pi.I.7(6).34; ἀ. τὴν δυσμένειαν to blow it off, get rid of it, Plu.Them.22:—[voice] Pass.,ἀποπνεῖται ἡ ἀτμίς Arist.Pr. 937a7
.b causal in Pi.N.1.47 χρόνος ἀπέπνευσεν ψυχάς made them give up the ghost.2 breathe hard, take breath, Arist.HA 587a5; exhale, euaporate,ψυχὰς ὥσπερ ὁμίχλας ἀποπνεούσας τῶν σωμάτων Plu.2.560c
.3 in Com., = ἀποπέρδω, AB439.II smell of a thing, c. gen., Luc.Hist.conscr.15;χθιζῆς μέθης Plu.2.13f
; but also τοῖον ἀπέπνεε λείψανα so they smelt, A R. 2.193;τοῦ χρωτὸς ἥδιστον ἀ. Plu.Alex.4
;ἀ. τι τοιοῦτον Id.2.695e
.III blow from a particular quarter,αὔρη οὐκ ἀ. ἀπὸ θερμῶν χωρέων Hdt.2.27
, cf. 19;ἀπὸ τῆς γῆς Arist. Mete. 366a33
, al.;τὸ ἀποπνέον Id.Pr. 933a39
: impers., ἀποπνεῖ ἀπὸ τῆς θαλάττης there is a breeze from the sea, ib. 933a27, 943b4.IV [voice] Pass., to be blown out, of a light, Plu.2.281b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποπνέω
См. также в других словарях:
λείψανα — λείψανον piece left neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγια λείψανα — Λείψανα αγίων, κυρίως οστά ή διατηρημένα σώματα, αλλά και αντικείμενα που έχουν άμεση σχέση με τη ζωή τους. Από τους πρώτους κιόλας χριστιανικούς αιώνες, οι πιστοί έδειχναν ιδιαίτερο σεβασμό προς τα ά.λ., στα οποία μάλιστα απέδιδαν θαυματουργικές … Dictionary of Greek
λείψαν' — λείψανα , λείψανον piece left neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σάμος — I Αρχαίος επιγραμματοποιός (3ος αι. π.Χ.). Ηταν γιος του Χρυσόγονου, του συμβούλου του βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππου E’. Επειδή απόφευγε να κολακεύει το βασιλιά Φίλιππο, ο τελευταίος διέταξε να τον θανατώσουν (204 π.Χ.). Σύμφωνα με μαρτυρίες… … Dictionary of Greek
Λακωνίας, νομός — Διοικητική διαίρεση (3.636 τ. χλμ., 99.637 κάτ.) της περιφέρειας Πελοποννήσου. Καλύπτει την ιστορική και γεωγραφική περιοχή της νοτιοανατολικής Πελοποννήσου, που είναι γνωστή ως Λακωνία και Λακωνική. Ο ν.Λ. συνορεύει στα Β με τον νομό Αρκαδίας,… … Dictionary of Greek
Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… … Dictionary of Greek
Κόρινθος — Πόλη (υψόμ. 10 μ., 29.787 κάτ.) και πρωτεύουσα του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στον μυχό του Κορινθιακού κόλπου, στην εθνική οδό Αθηνών Πατρών, σε απόσταση 84 χλμ. από την Αθήνα. Αποτελεί έδρα του δήμου Κορινθίων. Ιδρύθηκε το 1858, όταν… … Dictionary of Greek
Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… … Dictionary of Greek
κως — Νησί (290,27 τ. χλμ., 30.949 κάτ.) του Αιγαίου πελάγους, στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Δωδεκανήσων, Ν της Καλύμνου και της Ψερίμου, στην είσοδο του Κεραμεικού κόλπου (Κερμέ Κορφεζί) της Μικράς Ασίας. Διοικητικά ανήκει στον νομό Δωδεκανήσου. Είναι… … Dictionary of Greek
λείψανο — το (AM λείψανον) 1. τεμάχιο που απέμεινε από ένα όλο, υπόλειμμα, υπόλοιπο, κατάλοιπο, απομεινάρι (α. «τα λείψανα τού γεύματος τά έφαγε ο σκύλος» β. «Ἀργοῡς κάρα σὺν λειψάνῳ πεπληγμένος», Ευρ.) 2. το νεκρό ανθρώπινο σώμα, πτώμα, σορός, σκήνωμα… … Dictionary of Greek
Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… … Dictionary of Greek