-
1 дома
-
2 кто
кто (кого, кому, кем, о ком) ποιος* -это? ποιος είναι αυτός; \кто это сказал? ποιος το είπε; кого ещё нет? ποιος λείπει; кому принадлежит эта книга? ποιανού είναι (или σε ποιον ανήκει) αυτό το βιβλίο; кому вы пишете? σε ποιον γράφετε; кого вы имеете в виду? ποιον εννοείτε; ποιον έχετε υπόψη σας; кем вы работаете? τι δουλειά κάνετε; ο ком вы говорите? για ποιον μιλάτε;* * *(кого, кому, кем, о ком)кто э́то? — ποιος είναι αυτός
кто э́то сказа́л? — ποιος το είπε
кого́ ещё нет? — ποιος λείπει
кому́ принадлежи́т э́та кни́га? — ποιανού είναι ( или σε ποιον ανήκει) αυτό το βιβλίο
кому́ вы пи́шете? — σε ποιον γράφετε
кого́ вы име́ете в виду́? — τι δουλειά κάνετε
о ком вы говори́те? — ποιον εννοείτε; ποιον έχετε υπόψη σας
кем вы рабо́таете? — για ποιον μιλάτε
-
3 недоставать
недоставать λείπω* δεν επαρκώ, δε φτάνω (не хватать)' \недоставатьёт... λείπει...* * *λείπω; δεν επαρκώ, δε φτάνω ( не хватать)недостаёт... — λείπει...
-
4 нет
нет 1. (отрицание) όχι* δε(ν) (при глаголе)" \нет, не знаю όχι, δεν ξέρω 2. (не имеется) δεν υπάρχει, δεν υπάρχουν у меня \нет времени δεν έχω καιρό· здесь никого \нет εδώ δεν είναι κανείς· кого сегодня \нет? ποιος λείπει σήμερα;* * *1.( отрицание) όχι; δε(ν) ( при глаголе)2.нет, не зна́ю — όχι, δεν ξέρω
( не имеется) δεν υπάρχει, δεν υπάρχουνу меня́ нет вре́мени — δεν έχω καιρό
здесь никого́ нет — εδώ δεν είναι κανείς
кого́ сего́дня нет? — ποιος λείπει σήμερα
-
5 недосчитаться
недосчитатьсясов, недосчитываться несов (кого-л., чего-л.) διαπιστώνω ὅτι λείπει, μοῦ λείπει:они́ недосчитались трех товарищей μετρηθήκανε καί λείπανε τρεις σύντροφοι. -
6 остановка
остановкаж1. (действие) τό σταμάτημα·2. (место остановки) ἡ στάση [-ις] / ὁ σιδηροδρομικός σταθμός (поезда):конечная \остановка τό τέρμα· ◊ \остановка лишь за... разг λείπει μόνο, μένει μόνο· \остановка только за разрешением λείπει μόνο ἡ ἀδεια. -
7 хватиться
хватитьсясов (кого-л., чего-л.) разг παίρνω χαμπάρι ὅτι λείπει, ἀρχίζω νά ψάχνω:\хватиться кого-л. θυμάμαι ξαφνικά πῶς λείπει κάποιος. -
8 что-то
что-то1. мест, неопр. κάτι:тут \что-то не так ἐδῶ κάτι λείπει· ему́ чего́-то не хватает κάτι τοῦ λείπει·2. нареч (почему-то, неясно почему) σάν νά, κάπως:мне \что-то нездоровится σάν νά μήν εἶμαι καλά· мне \что-то не хочется есть δέν ξέρω γιατί, δέν ἔχω ὅρεξη νά φάω·3. нареч (с оттенком сомнения):\что-то не верится σάν δύσκολο νά τό πιστέψει κανείς· я \что-то не припомню δέν μπορώ νά θυμηθώ. -
9 недостающий
επ. από μτχ.αυτός που λείπει•-ая страница η σελίδα που λείπει.
-
10 винтик
винтикм ἡ βιδίτσα· ◊ у него \винтика (в голове) не хватает разг τοῦ λείπει μιά βίδα. -
11 досчитаться:
досчита||ться:не \досчитаться:ться кого-л. λείπει κάποιος (στό μέτρημα)· мы не \досчитаться:лись нескольких человек μας λείπουν μερικοί ἄνθρωποι. -
12 лишь
лишь1. частица (только) μόνον, μονάχα:иехвата́ет \лишь одного δνα μονάχα λείπει·2. союз (едва, как только) μόλις, εὐθύς ὠς:\лишь только (αμέσως) μόλις, εὐθύς ὠς· \лишь только он вошел μόλις μπήκε. -
13 недоставать
недоста||ватьнесов безл λείπω:мне \недоставатьет денег δέν μοῦ φθάνουν τά χρήματα· \недоставатьет слов, чтобы... δέν βρίσκω λόγια γιά νά...· \недоставатьет опыта λείπει ἡ πείρα· мне тебя \недоставатьет μοῦ λείπεις· ◊ э́того еще (только) \недоставатьвало! разг αὐτό μᾶς ἔλειπε! -
14 недостающими
недостающими1. прич. от недоставать·2. прил ἐλλείπων, ἐλλιπής:\недостающимиая страница ἡ σελίδα πού λείπει. -
15 разъезд
разъездм1. (отъезд) ἡ ἀναχώρηση[-ις]·2. чаще мн. (поездки) οἱ κοῦρ-σες, οἱ δρόμοι, τά τρεχάματα (по городу)/ τά ταξίδια (путешествия):он всегда в \разъездах λείπει συνεχώς σέ ταξίδια·3. воен. ἡ ἔφιππη περιπολία, ἡ περίπολος·4. ж.-д. ἡ γραμμή διασταύρωσης (путь)/ ὁ σταθμός διασταύρωσης (пункт). -
16 недосчитываться
[νινταστσίτυβατ'σα] ρ. διαπιστώνω ότι λείπει -
17 соскучиться
[σασκσύτσιτσα] ρ. επιθυμώ κάποιον, μου λείπει κάποιος -
18 недосчитываться
[νινταστσίτυβατ'σα] ρ διαπιστώνω ότι λείπει -
19 соскучиться
[σασκσύτσιτσα] ρ επιθυμώ κάποιον, μου λείπει κάποιος -
20 винтик
-а α.βιδίτσα.εκφρ.-ов ή -а не хватает (в голове) – κάποια βίβα του λείπει ή του ξέστρίψε (δεν είναι στα καλά του).
- 1
- 2
См. также в других словарях:
λείπει — λείπω leave pres ind mp 2nd sg λείπω leave pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λείπω — (AM λείπω, Μ και λείβγω) 1. δεν υπάρχω, ελλείπω (α. «από το βιβλίο λείπουν τα πρώτα φύλλα» β. «λείπουσι δὲ [αἱ τρίχες] καὶ ῥέουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ μάλιστα καὶ πρῶται», Αριστοτ. γ. «λείπει μὲν οὐδ ἃ πρόσθεν εἴδομεν τὸ μὴ οὐ… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
συρία — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… … Dictionary of Greek
συριά — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… … Dictionary of Greek
Otan leipei i gata — Όταν λείπει η γάτα Directed by Alekos Sakellarios Produced by G. Lazaridis D. Sarris Kostas Psarras Written by Alekos Sakellarios Starring … Wikipedia
αντιπροσωπεία — Είναι μια έννοια που στο νεότερο δίκαιο έχει δύο θεμελιώδεις, αλλά εντελώς αποκλίνουσες σημασίες, σύμφωνα με το αν γίνεται χρήση της στο ιδιωτικό δίκαιο ή στο δημόσιο δίκαιο. Στο ιδιωτικό δίκαιο η α. είναι θεσμός που ανάγεται κυρίως στο ρωμαϊκό… … Dictionary of Greek
ημέρα — Χρονική μονάδα που αντιστοιχεί στη διάρκεια μιας πλήρους περιστροφής της Γης γύρω από τον άξονά της. Για τον προσδιορισμό της χρησιμοποιούνται διάφορα φαινόμενα, που κάνουν αντιληπτή την περιστροφική κίνηση της Γης. Ένα από τα φαινόμενα αυτά… … Dictionary of Greek