-
1 yalız
λείος -
2 lisse
λείος -
3 hladký
λείος -
4 smooth
λείος -
5 гладкий
λείος, ομαλός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гладкий
-
6 гладкий
гладкий λείος (полирован ный)' ίσιος, ομαλός, στρωτός (ровный)* * *λείος ( полированный); ίσιος, ομαλός, στρωτός ( ровный) -
7 плоский
плоский 1) ίσιος, λείος 2) (неглубокий) άβαθος, ρηχός* * *1) ίσιος, λείος2) ( неглубокий) άβαθος, ρηχός -
8 Plain
adj.Level, flat: P. ὁμαλός, ἐπίπεδος, V. λευρός.Smooth: P. and V. λεῖος.Simple: P. and V. ἁπλοῦς. P. εἰλικρινής.Candid: P. and V. ἁπλοῦς; see plain-spoken.In plain speech: P. and V. ἁπλῶς. V. ὡς ἁπλῷ λόγῳ.Not beautiful, ugly: P. and V. αἰσχρός, P. μοχθηρός, V. δύσμορφος.Without device: V. ἄσημος.Without embroidery ( of stuffs): P. λεῖος (Thuc. 2. 97).Clear: P. and V. δῆλος, ἔνδηλος, σαφής, ἐναργής, λαμπρός, φανερός, διαφανής, ἐκφανής, ἐμφανής, περιφανής, Ar. and P. εὔδηλος, κατάδηλος, P. ἐπιφανής, καταφανής, V. σαφηνής, τορός, τρανής, Ar. ἐπίδηλος.Make plain, v.: P. and V. σαφηνίζειν (Xen.), διασαφεῖν (Plat.), V. ὀμματοῦν, ἐξομματοῦν, ἐκσημαίνειν; see Show, Explain.——————subs.P. and V. πεδίον, τό, V. πλάξ, ἡ.Gods that haunt the plain: V. θεοὶ πεδιονόμοι.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Plain
-
9 Smooth
adj.P. and V. λεῖος, V. λευρός.Level: P. ὁμαλός.Polished: Ar. and V. ξεστός.met., soft, gentle: P. and V. λεῖος (Plat.), πρᾶος, ἥσυχος, ἤπιος, Ar. and P. μαλακός, Ar. and V. μαλθακός.Affable: see Affable.——————v. trans.P. λειαίνειν (Plat.).Level: P. ὁμαλύνειν (Plat.).Smooth the brow: Ar. χαλᾶν μέτωπον (Vesp. 655).Smooth your brow: V. μέθες νυν ὀφρύν (Eur., I. A. 648).Smoothing your angered brow: V. στυγνὴν ὀφρὺν λύσασα (Eur., Hipp. 290).Calm: P. and V. κοιμίζειν (Plat.), V. κοιμᾶν.White at the same time we smooth the way to empire for them: P. τῆς ἀρχῆς ἅμα προκοπτόντων ἐκείνοις (Thuc. 4, 60).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Smooth
-
10 валик
1. тех. (небольшой вал) о κύλινδρος, о κυλινδρίσκος, ο τροχαλίσκοςгрузовой текст. - πρεσαρίσματοςигольчатый - текст. ακανθοφόρος -клеевой (цел.-бум.) - συγκόλλησηςкрасочный полигр. - χρωματισμούмерильный текст. - μέτρησηςна-каточный маш. - χάραξηςпитающий полигр. - τροφοδότησηςразмоточный (пласт.) - εκτύλιξηςрифлёный - ραβδωτός -, αυλακωτός -2. (сварной шов) η ραφή/το κορδόνι της ηλεκτροκόλλησης 3. арх. το διάζωμα, η λωρίδα/λουρίδα, η ταινίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > валик
-
11 валок
1. (прокатный, каландра) о κύλινδρος έλασης, το έλαστροсортовой - см. калиброванный2. с.-х. η λωρίδα θερισμένων χόρτων/δημητριακών.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > валок
-
12 крашение
ο χρωματισμός, το βάψιμοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > крашение
-
13 якорь
1. мор. η άγκυραбросать - ρίχνω -, αγκυροβολώ2. эл. о δρομέας, ο ρότοραςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > якорь
-
14 гладкий
гладк||ийприл1. (ровный) λείος, ίσιος, ὁμαλός:\гладкийая поверхность ἡ λεία ἐπιφάνειά \гладкийая стена ὁ γυμνός τοίχος· \гладкий лоб τό ἰσιο μέτωπο·2. перен (плавный) ὁμαλός, ρέων3. (холеный, сытый) разг καλοθρεμμένος, παχουλός· ◊ с него́ взятки \гладкийи разг δέν ἐχει νά βγεί τίποτε ἀπ' αὐτόν. -
15 глазированный
глазиро́в||анныйприл γκλασέ/ ζαχαρωτός, ζαχαρωμένος (о фруктах)! λείος, στιλπνός (о бумаге) / σμαλτωμένος (тк. о посуде). -
16 зеркальный
зеркальныйприл1. τοῦ καθρέφτη, τοῦ κατόπτρου:\зеркальный шкаф ἡ ντουλάπα μέ καθρέφτη·2. перен γυάλινος, λείος:\зеркальныйая поверхность ἡ λεία ἐπιφάνειά ◊ \зеркальныйое стекло́ τό γυαλί τοῦ καθρέφτη. -
17 прилизанный
прилизанныйприл (о волосах) λείος. -
18 ровный
ровн||ыйприл1. (гладкий) ὁμαλός, ίσιος, ἐπίπεδος, λείος:\ровныйая поверхность ἡ ὁμαλή ἐπιφάνειά \ровныйая пряжа τό λεῖον νήμα, ἡ λεία κλωστή·2. (прямой \ровный о линии и т. ἡ.) ἰσιος, εὐθύς·3. (одинаковый, равный) разг ὅμοιος·4. (равномерный, плавный) κανονικός:\ровныйый пульс ὁ κανονικός σφυγμός· \ровныйый шаг τό κανονικό βήμα·5. (спокойный) ήρεμος, ὁμαλός, ήσυχος:\ровныйый характер ὁ ήρεμος χαρακτήρας· ◊ для \ровныйого счета γιά νά γίνει στρογγυλός ὁ λογαριασμός· \ровныйым счетом ничего́ разг ἀπολύτως τίποτε. -
19 шероховатый
шерохова́т||ыйприл τραχύς, ὁ μή λείος. -
20 creamy
1) (full of, or like, cream: creamy milk.) σαν κρέμα2) (smooth and white: a creamy complexion.) λείος και άσπρος
См. также в других словарях:
λεῖος — smooth masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λείος — α, ο (Α λεῑος, λεία, λεῑον) 1. ομαλός στην επιφάνεια, αυτός δεν είναι τραχύς στην αφή, απαλός (α. «έχει πολύ λείο δέρμα» β. «αἴγειρος ὥς, ἥ... ἐν εἱαμενῇ ἕλεος μεγάλοιο πεφύκῃ λείη», Ομ. Ιλ.) 2. στιλπνός, γυαλιστερός 3. (για τη θάλασσα) ατάραχος … Dictionary of Greek
λείος — α, ο απαλός στην αφή, γλιστερός: Λείο ύφασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Λεῖος ὥσπερ ἔγχελυς. — См. Угря в руках не удержишь … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
λεῖα — λεῖος smooth neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεῖε — λεῖος smooth masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεῖοι — λεῖος smooth masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειότερον — λεῑότερον , λεῖος smooth adverbial comp λεῑότερον , λεῖος smooth masc acc comp sg λεῑότερον , λεῖος smooth neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεῖ' — λεῖαι , λεία tool for smoothing stone fem nom/voc pl λεῖα , λεῖος smooth neut nom/voc/acc pl λεῖε , λεῖος smooth masc voc sg λεῖαι , λεῖος smooth fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αίθουσα — I Δωμάτιο που χρησιμεύει για την υποδοχή των ξένων· δωμάτιο συνεδριάσεων, διαλέξεων, συναυλιών κλπ. Στην αρχαία Ελλάδα α. ήταν η στοά που την έβλεπε ο ήλιος και φωτιζόταν από αυτόν, σε αντίθεση με τα δωμάτια που, την εποχή του Ομήρου, δεν είχαν… … Dictionary of Greek
αωρόλειος — ἀωρόλειος, ον (Α) 1. αφύσικα λείος, άτριχος (κυρίως για άντρες που έκαναν αποτρίχωση) 2. χωρίς γένεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < άωρος (Ι) «άκαιρος, παράκαιρος» + λείος] … Dictionary of Greek