-
1 λείβ'
λεῖβε, λείβωpour: pres imperat act 2nd sgλεῖβε, λείβωpour: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
2 λεῖβ'
λεῖβε, λείβωpour: pres imperat act 2nd sgλεῖβε, λείβωpour: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
3 λείβδην
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λείβδην
-
4 λείβηθρον
λείβ-ηθρον, τό,II Λείβηθρον, τό, mountain district of Thrace inhabited by Orpheus, Str.9.2.25, etc.;τὸ Λιβήθριον Paus.9.34.4
: the inhabitants were proverbially dull, whence the phrasesᾄδειν ἀμουσότερα Λειβηθρίων Aristaenet.1.27
;Λειβηθρίων ἀνοητότεροι Thugen. 4
: the [full] Λειβηθρίδες or Λειβηθρίδες ([etym.] -ιάδες, -ιαι) Νύμφαι were freq. confounded with the Muses, Str.9.2.25, 10.3.17, Paus.l.c., Orph.Fr. 342.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λείβηθρον
-
5 λείβω
λείβ-ω, Il.1.463, etc.: [tense] aor. inf. λεῖψαι, part. λείψας, 7.481, 24.285:— [voice] Med., [tense] aor.A :—[voice] Pass., Hes.Sc. 390, E.(v.infr.):— pour, pour forth, used like σπένδω in a religious sense, οἶνον λείβειν make a libation of wine, Il.1.463, Od.3.460;μέθυ 12.362
; also λείβειν (without οἶνον) Il.24.285;ἐξ ἀσαμίνθου κύλικος λ. Cratin.234
; esp. with a dat. of the gods to whom the libation is made,λεῖψαι Κρονίωνι Il.7.481
;θεοῖς Od.2.432
; in full,Διὶ λ. αἴθοπα οἶνον Il.6.266
, cf. 10. 579: rare in Trag.,σπονδὰς θύειν τε λ. τ' A.Supp. 981
; :—[voice] Med., σπονδάς Id.Alc.l.c.II like εἴβω (q.v.), let flow, shed,δάκρυα λ. Il.13.88
, 658, Od.5.84, 16.214;δάκρυ λ. A. Th.51
; ἐκ δ' ὀμμάτων λείβουσι δυσφιλῆ λίβα ( δία cod. M) Id.Eu.54;δι' ὄμματος ἀστακτὶ λ. δάκρυον S.OC 1251
; τήκειν καὶ λ. (abs.) melt and liquefy one's spirit, Pl.R. 411b:—[voice] Pass., of the tears, to be shed, pour forth, E.Ph. 1522 (lyr.), X.Cyr.6.4.3; but also, of persons, λείβομαι δάκρυσιν κόρας have my eyes running with tears, E.Andr. 532 (lyr.).2 of other liquids, κόμαι λείβουσιν ἔλαια drip with oil, Call.Ap.38:—[voice] Pass., ἀφρὸς περὶ στόμα λείβεται Hes.l.c., cf. Pl.Ti. 82d; ὅπλα λύθρῳ λ., τύμβος λ. μέλιτι, AP6.163 (Mel.), 7.36 (Eryc.): metaph., of sound (cf. χέω), θρῆνον.. λειβόμενον.. σὺν καμάτῳ Pi.P. 12.10
. -
6 εἴβω
A drop, let fall in drops,ὑπ' ὀφρύσι δάκρυον εἶβε Od.4.153
:—[voice] Med., ἀπ' ὄσσων.. δ' εἰβομένα ῥέος (prob. for λειβ-) A.Pr. 401; δάκρὐ εἰβομένη (Triclin. for δάκρυα λειβ-) S.Ant. 527 (anap.): —[voice] Pass., trickle down, Hes.Th. 910, A.R.2.664.
См. также в других словарях:
λεῖβ' — λεῖβε , λείβω pour pres imperat act 2nd sg λεῖβε , λείβω pour imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λίβας — ο (Α λιψ, λιβός, Μ λίβας) πολύ θερμός νοτιοδυτικός άνεμος που πνέει από τη Λιβύη, αλλ. γαρμπής («ὅ τε νότος καὶ ὁ λίψ, ἀνέμων πολλὸν τῶν πάντων ὑετιώτατοι», Ηρόδ.) νεοελλ. πολύ θερμός και ξηρός άνεμος, ανεξάρτητα από την κατεύθυνση από την οποία… … Dictionary of Greek
λείβδην — (Α) επίρρ. κατά σταγόνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λειβ τού λείβω + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. μίγ δην, φύγ δην)] … Dictionary of Greek
λείβηθρον — λείβηθρον, τὸ (ΑM) 1. υγρός τόπος, τόπος με υγρασία 2. διώρυγα αρχ. 1. (ως τοπωνύμιο) τὸ Λείβηθρον ορεινή περιοχή τής Θράκης, όπου κατοικούσε ο Ορφέας 2. παροιμ. «ᾄδειν ἀμουσότερα Λειβηθρίων» και «Λειβηθρίων άνοητότεροι» λεγόταν επειδή οι… … Dictionary of Greek
λιψ — (I) λίψ, λιβός, ὁ (Α) βλ. λίβας. (II) λίψ, λιβός, ἡ (Α) (μόνο στη γεν. και αιτ. εν.) (ως ονομ. χρησιμοποιείται η λιβάς ή το λίβος) 1. ρεύμα, ρυάκι («μέλιτος λίβα», Απολλ. Ρόδ.) 2. λοιβή*, σπονδή («φιλοσπόνδου λιβός», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. θ. λιβ… … Dictionary of Greek
λοιβή — λοιβή, δωρ. τ. λοιβά, ἡ (Α) 1. η σπονδή, ιδίως με υγρά, που προσφερόταν στους θεούς, η χοή («βωμὸς ἐδεύετο δαιτὸς ἐίσης, λοιβῆς τε κνίσης τε», Ομ. Ιλ.) 2. το νερό («λοιβὴν Στυγὸς ὤμοσεν», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λείβω «χύνω, κάνω σπονδή».… … Dictionary of Greek
εξερευνήσεις, γεωγραφικές — Ταξίδια σε μακρινούς και άγνωστους τόπους, που από τα πανάρχαια χρόνια επιχειρούσε ο άνθρωπος για οικονομικούς, πολιτικούς, στρατιωτικούς και άλλους λόγους ή ακόμα –ιδιαίτερα κατά τους νεότερους χρόνους– για επιστημονική έρευνα. Το εμπορικό όμως… … Dictionary of Greek