-
1 λαιτμα
-
2 διατμηγω
(aor. 1 διέτμηξα, aor. 2 διέτμᾰγον - aor. 2 pass. διετμάγην)1) разрезать, рассекать(νηχόμενος λαῖτμα δ. Her.; τὸν δάκτυλον κάλαμος διέτμαξεν Theocr.)
2) разделять, разобщать, рассеивать (sc. Τρῶας Hom.) -
3 εκπεραω
1) выходить(μελάθρων Eur.)
2) проходить(μέγαν στίβον HH.; χέρσον καὴ θάλασσαν Aesch.)
ὃς βίον ἐξεπέρασ΄ ἀγνώς Eur. — кто провел жизнь в безвестности;ὀγδώκοντ΄ ἐκπερᾶσαι ἔτεα Anth. — прожить восемьдесят лет3) проходить насквозь(τὸ δόρυ ἐξεπέρησεν ὑπ΄ ἐγκεφάλοιο Hom.; διά τινος Xen.)
4) проплывать(μέγα λαῖτμα Hom.; перен. κῦμα συμφορᾶς Eur.)
5) всходить, взбираться(κλίμακα Eur.)
См. также в других словарях:
λαίτμα — λαῑτμα, ατος, τὸ (Α) 1. βάθος, άβυσσος τής θάλασσας, βυθός («τόν... πολιῆς ἁλὸς ἐς μέγα λαῑτμα ῤῑψ ἐπιδινήσας, βόσιν ἰχθύων», Ομ. Ιλ.) 2. θαλάσσιο πέρασμα 3. πέλαγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λαῖ τμα ανάγεται στο θ. τής λ. λαιμός και εμφανίζει επίθημα μα με … Dictionary of Greek
λαῖτμα — depth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαίτα — λαῑτα (Α) (κατά τον Ησύχ.) «πέλτη». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τον τ. λαῖτμα «βυθός τής θάλασσας»] … Dictionary of Greek