-
1 λαιμαργος
-
2 λαίμαργος
η, ο [ος, ον ] 1. прожорливый; ненасытный, алчный;2. (ο) обжора -
3 λαίμαργος
[лэмаргос] επ прожорливый, ненасытный. -
4 λειξιάρης
α, ικο см. λαίμαργος
См. также в других словарях:
λαίμαργος — greedy masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαίμαργος — η, ο (AM λαίμαργος, ον, Μ θηλ. και η) αυτός που τρώει σε μεγάλη ποσότητα και γρήγορα, άπληστος, αχόρταγος, αδηφάγος (α. «Ιδού χάσκει το λαίμαργον στόμα τυράννων», Κάλβ. β. «λαίμαργος δὲ μάλιστα τών ἰχθύων ἐστὶν ὁ κεστρεύς καὶ ἄπληστος», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
λαίμαργος — η, ο αχόρταγος, άπληστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λαιμάργως — λαίμαργος greedy adverbial λαίμαργος greedy masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαίμαργον — λαίμαργος greedy masc/fem acc sg λαίμαργος greedy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιμάρης, -α, -ικο — λαίμαργος, πειναλέος: Γιατί μου κουβάλησες εδώ αυτούς τους λιμάρηδες; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λαιμαργότερα — λαίμαργος greedy neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαιμάργοις — λαίμαργος greedy masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαιμάργου — λαίμαργος greedy masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαιμάργους — λαίμαργος greedy masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαιμάργων — λαίμαργος greedy masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)