Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

λαίμαργος

См. также в других словарях:

  • λαίμαργος — greedy masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαίμαργος — η, ο (AM λαίμαργος, ον, Μ θηλ. και η) αυτός που τρώει σε μεγάλη ποσότητα και γρήγορα, άπληστος, αχόρταγος, αδηφάγος (α. «Ιδού χάσκει το λαίμαργον στόμα τυράννων», Κάλβ. β. «λαίμαργος δὲ μάλιστα τών ἰχθύων ἐστὶν ὁ κεστρεύς καὶ ἄπληστος», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • λαίμαργος — η, ο αχόρταγος, άπληστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λαιμάργως — λαίμαργος greedy adverbial λαίμαργος greedy masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαίμαργον — λαίμαργος greedy masc/fem acc sg λαίμαργος greedy neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιμάρης, -α, -ικο — λαίμαργος, πειναλέος: Γιατί μου κουβάλησες εδώ αυτούς τους λιμάρηδες; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λαιμαργότερα — λαίμαργος greedy neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαιμάργοις — λαίμαργος greedy masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαιμάργου — λαίμαργος greedy masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαιμάργους — λαίμαργος greedy masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαιμάργων — λαίμαργος greedy masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»