-
1 λαύρα
λαύρα, ἡ, ep. u. ion. λαύρη, Straße, Gasse; Od. 22, 127. 136; κατὰ λαύρας, Pind. P. 8, 90; πυλίδες ἐπῆσαν, ὅσαιπερ αἱ λαῠραι, τοσαῠται τὸν ἀριϑμόν, Her. 1, 180; Μακεδονίης πάσας κατενίσατο λαύρας, Hermesian. bei Ath. XIII, 598 d, u. öfter bei Sp.; Hohlweg, Plut. Crass. 4. Auch = Stadtviertel, vicus. – Ueber Σαμιακὴ λ. s. nom. pr. – Rinnstein, Gosse, ἀμάραι, Moeris; τούς τε κοπρῶνας καὶ τὰς λαύρας, Ar. Pax 99, vgl. 157. – Bei Sp., bes. K. S., ein ringsum eingeschlossener Ort, ein Kloster, wo auch λάβρα geschrieben wird.
-
2 λαύρα
λαύρα, ἡ, Straße, Gasse. Auch = Stadtviertel, vicus; Rinnstein, Gosse; ein ringsum eingeschlossener Ort, ein Kloster -
3 σποδησι-λαύρα
σποδησι-λαύρα, ἡ, Gassenfegerinn, gemeine Straßenhure, Eust. 1921, 58.
-
4 λάβρα
-
5 σποδησιλαύρα
σποδησι-λαύρα, ἡ, Gassenfegerin, gemeine Straßenhure
См. также в других словарях:
λαύρα — λαύρᾱ , λαύρα alley fem nom/voc/acc dual λαύρᾱ , λαύρα alley fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαύρᾳ — λαύρᾱͅ , λαύρα alley fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαύρα — η (AM λαύρα, Α επικ. και ιων. τ. λαύρη) νεοελλ. μσν. 1. είδος ιδιόρρυθμου μοναστηριού, στο οποίο ο κάθε μοναχός ζει σε δικό του κελλί 2. το κελλί τού μοναχού, ιδίως τού αναχωρητή 3. συνεκδ. μεγάλο οικοδόμημα που περιλαμβάνει πολλά κελλιά μαζί 4.… … Dictionary of Greek
λαύρα — η μοναστήρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αγία Λαύρα — Ιστορικό μοναστήρι της Πελοποννήσου, 4 χλμ. ΝΔ των Καλαβρύτων, συνδεδεμένο επί αιώνες με τους εθνικούς απελευθερωτικούς αγώνες. Μέτρο της σημασίας του αποτελούν οι αλλεπάλληλες πυρπολήσεις και καταστροφές του από το 1585 έως το 1943. Ιστορία.… … Dictionary of Greek
λαύρας — λαύρᾱς , λαύρα alley fem acc pl λαύρᾱς , λαύρα alley fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαύραι — λαύρᾱͅ , λαύρα alley fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαύραν — λαύρᾱν , λαύρα alley fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαυρέων — λαύρα alley fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαυρῶν — λαύρα alley fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαῦραι — λαύρα alley fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)