-
1 λατύσσομαι
Grammatical information: v.Meaning: `clap, strike with the ailes' (Opp.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Expressive formation in - ύσσω ( αἰθύσσω, πτερύσσομαι a. o. ; Debrunner IF 21, 243); further unclear; λατάσσω (s. 1. λάταξ) is semantically too far..Page in Frisk: 2,90Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > λατύσσομαι
См. также в других словарях:
λατύσσω — (Α) (μέσ. παθ.) λατύσσομαι χτυπώ, προκαλώ ήχο, πάταγο («θάλασσα λατυσσομένη πτερύγεσσιν», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει εκφραστικό επίθημα ύσσω (πρβλ. αιθ ύσσω, πτερ ύσσομαι), είναι όμως άγνωστης κατά τα άλλα ετυμολ.] … Dictionary of Greek