Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

λατρεύω

  • 1 дорожить

    дорожить (чём-л.) εκτιμώ (ценить) λατρεύω (любить)
    * * *
    (чем-л.) εκτιμώ ( ценить); λατρεύω ( любить)

    Русско-греческий словарь > дорожить

  • 2 поклоняться

    ρ.δ. (με δοτ.) προσκυνώ, λατρεύω•

    поклоняться идолам λατρεύω τα είδωλα.

    || θαυμάζω• • поклоняться красоте θαυμάζω την ωραιότητα.

    Большой русско-греческий словарь > поклоняться

  • 3 служить

    слуяу, служишь, μτχ. ενστ. служащий
    ρ.δ.
    1. υπηρετώ (εκτελώ δημόσια, στρατιωτική ή άλλη υπηρεσία).
    2. παλ. είμαι υπηρέτης, δούλος.
    3. παλ. δουλεύω σαν υποταγής. || προσφέρω εκδούλευση• εξυπηρετώ.
    4. προσφέρω τις υπηρεσίες μου•

    служить родине υπηρετώ την πατρίδα•

    служить народу υπηρετώ το λαό.

    || αποδίδομαι ολοκληρωτικά σε κάτι•

    служить бахусу το ρίχνω στο πιοτί (λατρεύω το Βάκχο)•

    служить Мамоне λατρεύω το Μαμωνά (τον πλούτο).

    5. εκτελώ τον προορισμό μου (για μέλη, όργανα του σώματος κ.τ.τ.).
    6. χρησιμεύω, χρησιμοποιούμαι•

    шинель эта -ла мне одеялом αυτή η χλαίνη μου χρησίμευσε για σκέπασμα•

    служить примером χρησιμεύω για παράδειγμα.

    7. ιερατευω• λειτουργώ, εκτελώ λειτουργία.
    8. (για μερικά ζώα) στέκομαι στα πισινά πόδια.
    βλ. ρ. ενεργ. φ. (6 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > служить

  • 4 боготворить

    боготворить
    несов λατρεύω, θεοποιώ.

    Русско-новогреческий словарь > боготворить

  • 5 душа

    душ||а́
    ж
    1. ἡ ψυχή:
    добрейшая \душа ἀγαθώτατος ἄνθρωπος· редкой \душаи́ человек χρυσός ἄνθρωπος·
    2. (единица населения) τό ἄτομο[ν], ὁ κάτοικος / ὁ κολήγος, ὁ δουλοπάροικος, ἡ ψυχή (крепостной крестьянин):
    в нашей семье было пять душ ἡ οίκογένειά μας ἀποτελούνταν ἀπό πέντε ἀτομα (или ψυχές)· на душу населения κατ· ἄτομο· ◊ в глубине́ \душай ἐνδομύχως, στό βάθος τῆς καρδίας μου, στό βάθος τής ψυχής μου· вкладывать душу в дело δουλεύω μέ ὅλην μου τήν καρδιά· всеми силами своей \душай, всей \душао́й μέ ὅλην μου τήν καρδιά, μέ ὅλην μου τήν ψυχή, ὀλοψύχως· от всей \душай μέ ὅλην μου τήν καρδιά· \душао́й и телом ψυχή τε καί σώματι, ὁλόψυχα· петь с \душао́й τραγουδώ μέ αίσθημα· до глубины́ \душай ὡς τό βάθος τής καρδίας· говорить по \душаам μιλώ μέ ἀνοιχτή κάρδιἀ· \душа не лежит к кому-л., к чему́-л. δέν μπορώ νά συμπαθήσω κάποιον, δέν μέ τραβάει κάτι· это мне не по \душае αὐτό δέν μοῦ ἀρέσει· \душа общества ἡ ψυχή τής παρέας· он был \душао́й этого дела ήταν ἡ ψυχή αὐτής τής δουλειάς· в \душае (про себя) νοερῶς, ἐνδομύχως, μέσα μου· стоять иад \душао́й στέκομαι πάνω ἀπό τό κεφάλι, ἐνοχλώ· у меня \душа в пятки ушла разг πῆγε ἡ ψυχή μου στήν κούλουρη· отвести́ ду́-шу ξαλαφρώνω, ξεσκάζω· излить ду́шу кому́-л. ἀνοίγω τήν καρδιά μου σέ κάποιον иметь что́-л. на \душае́ ἔχω βάρος στήν καρδιά· у него \душа нараспашку ἐϊναι ἀνοιχτόκαρδος ἄνθρωπος· с открытой \душао́й μέ ἀνοιχτή καρδιά, ἀνοιχτόκαρδά нет ни живой \душай δέν ὑπάρχει ψυχή· не иметь ни гроша за \душао́й δέν ἔχω δεκάρα, εἶμαι ἀπένταρος· кривить \душао́й ὑποκρίνομαι· вымотать всю ду́шу βγάζω τήν ψυχή· \душай не чаять в ко́м-л. разг ἀγαπώ πάρα πολύ, λατρεύω κάποιον сколько \душае угодно δσο τραβάει ἡ ψυχή σου· \душа болит καίγεται ἡ καρδιά μου· брать грех на душу παίρνω τό κρίμα ото λαιμό μου, παίρνω τήν ἀμαρτία· жить \душа в ду́шу ζώ ἀγαπημένα μέ κάποιον как бог на душу положит στά κουτουροῦ, τσάτρα πάτρα· отдать богу ду́шу παραδίδω τό πνεῦμα· чернильная \душа презр. ὁ γραφιάς, ὁ καλαμαράς, ὁ γραφειοκράτης· \душа моя! (в обращении) уст. ἀγαπητέ μου!

    Русско-новогреческий словарь > душа

  • 6 обожать

    обожа||ть
    несов λατρεύω / θαυμάζω (тк. кого-л.).

    Русско-новогреческий словарь > обожать

  • 7 поклоняться

    поклоняться
    несов (кому-л., чему-л.) προσκυνώ, λατρεύω / перен θαυμάζω.

    Русско-новогреческий словарь > поклоняться

  • 8 боготворить

    [μπαγκατβαρίτ'] ρ. λατρεύω, θεοποιώ

    Русско-греческий новый словарь > боготворить

  • 9 боготворить

    [μπαγκατβαρίτ'] ρ λατρεύω, θεοποιώ

    Русско-эллинский словарь > боготворить

  • 10 боготворить

    ρ.δ.μ.
    1. λατρεύω (σαν το θεό)•

    мать -ит своего сына η μάνα λατρεύει το παιδί της.

    2. θεοποιώ•

    египтяне -ли быка аписа οι Αιγύπτιοι λάτρευαν για θεό τον Απιδον ταύρο.

    Большой русско-греческий словарь > боготворить

  • 11 возлюбить

    -люблю, -любишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -любленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.δ.
    κ. (παλ.) αγαπώ, λατρεύω, υπερφιλώ.

    Большой русско-греческий словарь > возлюбить

  • 12 душа

    -и, αιτ. душу, πλθ. души θ.
    1. ψυχή•

    в глубине -и στα μύχια της ψυχής•

    -ой и телом ψυχή τε και σώματι•

    от всей -и μ' όλη μου την καρδιά, ολόψυχα•

    благородство -и ευγενικότητα της ψυχής•

    любить всей -ой αγαπώ ολόψυχα•

    -и усопших οι ψυχές των πεθαμένων•

    человек доброй -и άνθρωπος καλόψυχος.

    2. άνθρωπος, κάτοικος, άτομο•

    на улице ни -и στο δρόμο δεν είναι ούτε ψυχή•

    ни одна душа ничего не знает κανένας απόλυτα δεν ξέρει•

    сколько с -и? πόσο κατ'άτομο;•

    на -у населения ατο άτομο, κατ' άτομο.

    3. δουλοπάροικος•

    он был обладателем двести душ αυτός ήταν κάτοχος διακοσίων δουλοπάροικων.

    4. το βασικό, το κύριο, η ουσία. || καθοδηγητής, εμψυχωτής.
    εκφρ.
    бумажная душа – γραφειοκράτης, γραφιάς•
    заячья душа – δειλός)κιοτής (σαν το λαγό)•
    чернильная душа – καλαμαράς, γραφειοκράτης•
    без -иπαλ. α) άψυχος (από ζωηρό αίσθημα ή φόβο), β) χωρίς ενθουσιασμό, ψόφιος•
    в - – α) μέσα, εσωτερικά, β) έμφυτα, απο, τη φύση•
    по - – του γούστου, της αρέσκειας•
    по -ам ή по - – φιλικά, ειλικρινά (жить) душа в -у ζω αρμονικά•
    душа нараспашку – ανοιχτόκαρδα•
    душа не лежит. – αισθάνομαι, αντιπάθεια•
    душа не на месте – σπάραζε η καρδιά•
    душа не принимает – αντιπαθώ, δε χωνεύω•
    душа ушла (уходит) в пятку – μου πήγε (πηγαίνει) η ψυχή στην κούλουρη (καταφοβήθηκα)•
    вдохнуть -у – εμψυχώνω, αναζωογονώ, τονώνω, ενθαρρύνω•
    излить -у – ανοίγω την καρδιά (εκμυστηρεύομαι όλα)•
    вложить -у – επιδίδομαι ολόψυχα•
    отвести -у – ξαλαφρώνω, ξεσκάζω• ικανοποιώ μεγάλη μου επιθυμία•
    отдать Богу -у – παραδίδω το πνεύμα (πεθαίνω)•
    душа моя – ψυχή μου (συμπάθεια μου)•
    отпустить -у на покаяние – αφήνω ήσυχο•
    положить -у за кого-чего – θυσιάζω τη ζωή μου για κάποιον, για κάτι•
    положить -у на что – βάζω όλα τα δυνατά μου σε κάτι•
    не чаять -и – υπεραγαπώ, λατρεύω•
    кривить -ой – γίνομαι ανειλικρινής• υποκρίνομαι•
    ни -ой ни телом – καθόλου•
    это мне по - – αυτό πολύ μου αρέσει,• влезть ή залезть в -у кому αποκτώ την εμπιστοσύνη κάποιου•
    заглянуть в -у кому – ψυχολογώ καλά κάποιον•
    мне не по - – δε μου αρέσει, δεν είναι της καρδιάς μου•
    хватать за -у – ταράσσω, συγκινώ την ψυχή•
    взять ή принятьκ.τ.τ. что на -у ή на свой -у αναλαβαίνω την ευθύνη για κάποιον•
    стоить ή торчать над чьей -ой – κάθομαι πάνω στο κεφάλι. (γίνομαι ενοχλητικός)•
    петь -ой, – τραγουδώ συναισθηματικά•
    в чем душа (только) держится – άψυχος, ψόφιος, μόνο που δεν του βγήκε ακόμα η ψυχή•
    за милую -у – μ' όλες τις ανέσεις•
    за -ой (у кого) есть ή имеется – έχει κάτι (να περάσει, να ζήσει)•
    за -ой (у кого) нет чего – δεν έχει τίποτε (να περάσει, να ζήσει)•
    за -у берёт что-н. – ανησυχώ, φοβούμαι•
    на - кошки сгребут – έχει σαράκι στην καρδιά• ή τον τρώει το σαράκι•
    сколько -е угодно – όσο θέλει η ψυχή σου.

    Большой русско-греческий словарь > душа

  • 13 молить

    молю, молишь
    ρ.δ. παρακαλώ, ικετεύω.
    εκφρ.
    Бога молить за кого – παρακαλώ το Θεό για κάποιον•
    молить о пощаде – ζητώ έλεος.
    1. προσεύχομαι.
    2. προσκυνώ. || λατρεύω, θαυμάζω.

    Большой русско-греческий словарь > молить

  • 14 обожать

    ρ.δ.μ.
    1. παλ. βλ. обожествлять.
    2. πολυαγαπώ, υπεραγαπώ, λατρεύω.
    3. αρέσκομαι πολύ•

    он -ает фрукты του αρέσουν πολύ τα φρούτα.

    θεοποιούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > обожать

См. также в других словарях:

  • λατρεύω — work for hire pres subj act 1st sg λατρεύω work for hire pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λατρεύω — λατρεύω, λάτρεψα βλ. πίν. 17 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • λατρεύω — (AM λατρεύω, Α ελεατ. τ. λατρείω) 1. αγαπώ τον θεό και τόν υπηρετώ με τέλεση τού τυπικού τής θρησκευτικής λατρείας («Φοίβῳ λατρεύων μὴ παυσαίμαν», Ευρ.) 2. αγαπώ πάρα πολύ, είμαι αφοσιωμένος σε κάποιον ή σε κάτι (α. «λατρεύει τον άνδρα της» β.… …   Dictionary of Greek

  • λατρεύω — λάτρεψα, λατρεύτηκα, λατρεμένος 1. αγαπώ, τιμώ το Θεό. 2. αγαπώ υπερβολικά κάποιον: Οι γονείς λατρεύουν τα παιδιά τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λατρεύετε — λατρεύω work for hire pres imperat act 2nd pl λατρεύω work for hire pres ind act 2nd pl λατρεύω work for hire imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λατρεύσουσι — λατρεύω work for hire aor subj act 3rd pl (epic) λατρεύω work for hire fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) λατρεύω work for hire fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λατρεύσουσιν — λατρεύω work for hire aor subj act 3rd pl (epic) λατρεύω work for hire fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) λατρεύω work for hire fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λατρεύσω — λατρεύω work for hire aor subj act 1st sg λατρεύω work for hire fut ind act 1st sg λατρεύω work for hire aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λατρεύῃ — λατρεύω work for hire pres subj mp 2nd sg λατρεύω work for hire pres ind mp 2nd sg λατρεύω work for hire pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λατρευομένων — λατρεύω work for hire pres part mp fem gen pl λατρεύω work for hire pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λατρευσάντων — λατρεύω work for hire aor part act masc/neut gen pl λατρεύω work for hire aor imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»