-
1 λατρευθήναι
-
2 λατρευθῆναι
См. также в других словарях:
λατρευθῆναι — λατρεύω work for hire aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 λατρευθήναι
2 λατρευθῆναι
λατρευθῆναι — λατρεύω work for hire aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)