-
1 λατομητών
-
2 λατομητῶν
См. также в других словарях:
λατομητῶν — λατομητός hewn out of a rock fem gen pl λατομητός hewn out of a rock masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 λατομητών
2 λατομητῶν
λατομητῶν — λατομητός hewn out of a rock fem gen pl λατομητός hewn out of a rock masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)