Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

λατομία

См. также в других словарях:

  • λατομία — λᾱτομίᾱ , λατομία quarrying of stone fem nom/voc/acc dual λᾱτομίᾱ , λατομία quarrying of stone fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λατομίᾳ — λᾱτομίαι , λατομία quarrying of stone fem nom/voc pl λᾱτομίᾱͅ , λατομία quarrying of stone fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λατομία — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Οικισμός (υψόμ. 10 μ., 33 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βιάννου του νομού Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βιάννου, στο διοικητικό διαμέρισμα Πεύκου. 2. Οικισμός (υψόμ. 10 μ., 4 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βιάννου του… …   Dictionary of Greek

  • Viannos — Gemeinde Viannos Δήμος Βιάννου …   Deutsch Wikipedia

  • λατομίαι — λᾱτομίαι , λατομία quarrying of stone fem nom/voc pl λᾱτομίᾱͅ , λατομία quarrying of stone fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λατομίας — λᾱτομίᾱς , λατομία quarrying of stone fem acc pl λᾱτομίᾱς , λατομία quarrying of stone fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • LATOMIA — ex Graeco Λατομία, i. e. Lapicidina, Cadmi inventum. Plin. l. 7. c. 56. Lapicidinas Cadmus Thebis (aut, ut Theophrastus) in Phoenice invenit. Eo sontes saepe detrusi, ubi vincti perpetuo opus facerent, vide supra in voce Fossor. An potius… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Νάουσα — I Πόλη (29.870 κάτ.) του νομού Ημαθίας, έδρα του ομώνυμου δήμου (22 637 κάτ.). Είναι χτισμένη στις ανατολικές υπώρειες του Βερμίου κάτω από την κορυφή Ντούρλια (2027 μ.), σε μέσο υψόμετρο 330 μ., δεσπόζει της μεγάλης πεδιάδας της Ημαθίας,… …   Dictionary of Greek

  • ՔԱՐԱՀԱՏ — (ի, աց.) NBH 2 0995 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 10c, 14c գ. λατόμος, λιθοτόμος lapicida, lapidarius. Որ հատանէ՝ կտրէ եւ կոփէ զքար. քարակոփ. քարակուռ. գաղատոս. քար կտրօղ. ... *Ութսուն հազար քարահատաց ʼի լերինն:… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • λατομιῶν — λᾱτομιῶν , λατομία quarrying of stone fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λατομίαις — λᾱτομίαις , λατομία quarrying of stone fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»