Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

λασκάρω

См. также в других словарях:

  • λασκάρω — λασκάρω, λάσκαρα και λασκάρισα, λασκαρισμένος βλ. πίν. 53 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • λασκάρω — 1. χαλαρώνω 2. χαλαρώνομαι 3. φρ. α) «τού λασκάρησε η βίδα» ή «τού λασκάρησε το μυαλό» τρελάθηκε, τού έστριψε β) «τού λασκάρησα τα λουριά» δεν τόν περιορίζω πια, τόν αφήνω σχετικά ελεύθερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. lascare] …   Dictionary of Greek

  • λασκάρω — (λ. ιταλ.), λασκάρισα 1. μτβ., χαλαρώνω: Κατάφερε να ελευθερωθεί γιατί λασκάρισαν τα λουριά. 2. αμτβ., χαλαρώνομαι: Στις διακοπές λασκάρισε εντελώς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξελασκάρω — 1. μειώνω την ένταση, χαλαρώνω, λασκάρω 2. (σχετικά με σχοινί) ξελύνω, ξεσφίγγω 3. (σχετικά με βίδα) ξεβιδώνω 4. (σχετικά με χορδή) ξεκουρδίζω 5. μτφ. βρίσκω ελεύθερο χρόνο, ευκαιρώ («όταν ξελασκάρω λίγο θα έλθω να σέ δω»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ.… …   Dictionary of Greek

  • αλασκάριστος — η, ο [λασκάρω] αυτός που δεν χαλαρώθηκε ή δεν μπορεί να χαλαρωθεί, αχαλάρωτος …   Dictionary of Greek

  • λάσκος — α, ο 1. χαλαρός 2. φρ. «τόν αφήνω λάσκο» ή «τού αφήνω λάσκο» τού λασκάρω τα λουριά, χαλαρώνω την επίβλεψη. επίρρ... λάσκα χαλαρά. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < προστ. λάσκα (πρβλ. λάσκα τα πανιά) < ιταλ. lasca προστ. τού lascare] …   Dictionary of Greek

  • λασκάρισμα — το [λασκάρω] χαλάρωση …   Dictionary of Greek

  • ξεβιδώνω — 1. βγάζω ή λασκάρω τη βίδα, αποκοχλιώνω 2. εξαντλώ με επίπονη σωματική άσκηση 3. τρελαίνω («οι πολλές σκέψεις και οι στενοχώριες τόν ξεβίδωσαν»). [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + βιδώνω] …   Dictionary of Greek

  • ξεσφίγγω — χαλαρώνω κάτι σφιχτό, χαλαρώνω, λασκάρω, ξετεντώνω …   Dictionary of Greek

  • ξετεντώνω — χαλαρώνω κάτι τεντωμένο, ξεσφίγγω, λασκάρω …   Dictionary of Greek

  • παρεώ — άω / παρεῶ, άω, ΝΜΑ αφήνω κάτι να παρέλθει, παραβλέπω παραμελώ νεοελλ. ναυτ. α) (σχετικά με άγκυρα) αφήνω να ολισθήσει στη θάλασσα, κν. καλουμάρω β) (σχετικά με σχοινιά) χαλαρώνω, λασκάρω, μποσικάρω μσν. 1. εγκαταλείπω, αφήνω 2. επιτρέπω (μσν αρχ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»