-
1 λάρος
λάρος, ὁ, ein gefräßiger (s. das Folgde u. vgl. λαβρός) Meervogel, λάρος ὄρνις, Od. 5, 51; die Möve, Arist. H. A. 5, 9. 8, 3; λάρος κεχηνώς, Ar. Equ. 951; übertr., ein habgieriger Mensch, wie ἢν Κλέωνα τὸν λάρον δώρων ἑλόντες καὶ κλοπῆς – φιμώσητε Nubb. 582 [aber Av. 567 ist α lang gebraucht]; vgl. Matron. bei Ath. IV, 134 e πεινῶντι λάρῳ ὄρνιϑι ἐοικώς u. XI, 411 e. – Auch ein Schimpfwort, Dummkopf, Luc. Tim. 12.
-
2 λᾱρός
λᾱρός (ΛΑΩ, λαύω), wohlschmeckend, süß, λαρόν τέ οἱ αἱμ' ἀνϑρώπου Il. 17, 572, λαρὸν παρὰ δεῖπνον ἔϑηκας 19, 316, οἶνον – ἄφυσσον ἡδύν, ὅτις μετὰ τὸν λαρώτατος ὃν σὺ φυλάσσεις (des Verses wegen für λαρότατος) Od. 2, 349; sp. D., εἴδατα καὶ μέϑυ λαρόν Ap. Rh. 1, 456; ἡμερίς Thall. 4 (IX, 220); ὕδωρ Plat. 15 (IX, 826). – Auch vom Gesicht, lieblich anzuschauen, Hes. frg.; Apollo, Hymn. (IX, 525, 12). – Vom Geruch, wohlriechend, τοῠ δ' ἄμβροτος ὀδμὴ τηλόϑι καὶ λειμῶνος ἐκαίνυτο λαρὸν ἀϋτμήν Mosch. 2, 92; ϑύοις ὕπο λαρὸν ὄδωδεν D. Per. 936; ἄνϑεα Ep. 695, a (App. 306). – Und sonst bei sp. D. nicht selten, angenehm, genußreich, ἔπος Agath. 39 (VII, 602), χείλεα Alc. Mess. 12 ( Plan. 226). – Compar. λαρότερον, Simonds. 48 (VII, 24).
-
3 λάρος
λάρος, ὁ, ein gefräßiger Meervogel; die Möve; übertr., ein habgieriger Mensch. Auch ein Schimpfwort: Dummkopf -
4 λᾱρός
λᾱρός, wohlschmeckend, süß. Auch vom Gesicht: lieblich anzuschauen. Vom Geruch: wohlriechend; angenehm, genußreich -
5 κήξ
-
6 λαρίς
λαρίς, ίδος, ἡ, = λάρος, Leon. Tar. 74 (VII, 652).
См. также в других словарях:
λαρός — λαρός, όν (Α) ευχάριστος στη γεύση, στην οσμή, στην όψη ή στην ακοή (α. «λαρώτατος οἶνος», Ομ. Οδ. β. «λαρὸν ἔπος», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο υπερθετικός τού επιθ. λᾱρώτατος με το ω τής κατάλ. αφήνει να εννοηθεί ότι το α τού τ. θα πρέπει στην… … Dictionary of Greek
λάρος — sea mew masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάρος — ο (AM λάρος) είδος θαλάσσιου πτηνού, ο γλάρος («σεύατ ἔπειτ ἐπὶ κῡμα λάρῳ ὄρνιθι ἑοικώς», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. μτφ. (για δημαγωγό, ιδίως για τον Κλέωνα) άπληστος («λάρος κεχηνὼς ἐπὶ πέτρας δημηγορῶν», Αριστοφ.) 2. μτφ. ανόητος, μωρός. [ΕΤΥΜΟΛ. Για… … Dictionary of Greek
λαρός — λᾱρός , λαρός pleasant to the taste masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λαρός, Γιόχαν — (Johann Laroche, Μπρατισλάβα 1745 – Βιέννη 1806). Γερμανός ηθοποιός του θεάτρου. Το όνομά του συνδέθηκε άρρηκτα με τον σκηνικό ήρωα Κάσπερλ, με τον οποίο κατέληξε να ταυτιστεί. Ο Κάσπερλ αποτελούσε τυπική μορφή της αυστριακής λαϊκής κωμωδίας. Στο … Dictionary of Greek
λάρε — λάρος sea mew masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάροι — λάρος sea mew masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάροις — λάρος sea mew masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάρον — λάρος sea mew masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάρου — λάρος sea mew masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάρους — λάρος sea mew masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)