-
1 λαπαρών
λαπάραthe soft part of the body: fem gen pl (ionic)λαπαρόςslack: fem gen plλαπαρόςslack: masc /neut gen pl -
2 λαπαρῶν
λαπάραthe soft part of the body: fem gen pl (ionic)λαπαρόςslack: fem gen plλαπαρόςslack: masc /neut gen pl
См. также в других словарях:
λαπαρῶν — λαπάρα the soft part of the body fem gen pl (ionic) λαπαρός slack fem gen pl λαπαρός slack masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέτρος — I Όνομα αγίων της Ανατ. και της Δυτ. Oρθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ένας από τους δώδεκα Απόστολους, τιμώμενος ως μια από τις μεγαλύτερες μορφές του χριστιανισμού. Το αρχικό όνομά του, που αλλάχτηκε από τον Ιησού σε Κηφά (πέτρα), ήταν Σίμων· γιος του… … Dictionary of Greek