-
1 λαπαρός
-
2 λαπαρός
λαπαρός, schmächtig, eingefallen, dünn u. mager, bes. bei den Medic. weichen, offenen Leib habend -
3 ὑπο-λάπαρος
ὑπο-λάπαρος, etwas schlaff, locker, Hippocr.
-
4 λαγαρός
λαγαρός (vgl. λαγώς u. λαπαρός), hohl eingesunken, schmächtig, im Ggstz des Strassen, Angespannten, Geschwollenen, Hippocr.; γαστήρ, Ar. Eccl. 1167; τὰ κάτωϑεν τῶν κενεώνων λαγαρὰ καὶ αὐτοὺς τοὺς κενεῶνας, Xen. Cyn. 4, 1 u. öfter; vom Wege, schmal, Cyn. 6, 5, wie κατὰ τὸ λαγαρώτατον, wo es am schmalsten war, Plut. Cam. 25; von Säulen, πέρα τοῦ καλοῦ διάκενοι καὶ λαγαροὶ φανέντες, Plut. Poplic. 15; ποπάνευμα, Philp. 10 (VI, 231), nachher durch ὑπόκενον erkl.; von Kameelen, D. Sic. 2, 54; u. übertr., τὴν πόλιν ἀντὶ λαγαρᾶς καὶ ὑποσόμφου μεστὴν ἐποίησεν ἀγλαΐας, Themist. or. 6 p. 222; – λάπτειν erkl. Ath. VIII, 363 a durch τὸ τὴν τροφὴν πέττειν καὶ κενούμενον λαγαρὸν γίγνεσϑαι; – στίχοι λαγαροί heißen bei den Grammatikern die in der Mitte eine kurze Sylbe statt einer langen haben, in der Mitte zu dünn, schmächtig sind, wie z. B. βῆν εἰς Αἰόλου κλυτὰ δώματα, Od. 10, 60; vgl. Ath. XIV, 632 c; Drac. p. 7, 15. – Adv. λαγαρῶς, Philostr. imagg. 2, 2.
-
5 ὑπολάπαρος
ὑπο-λάπαρος, etwas schlaff, locker
См. также в других словарях:
λαπαρός — λαπαρός, ά, όν (Α) 1. χαλαρός, λαγαρός (α. «τὸ λαπαρὸν τῆς πλευρῆς», Ιπποκρ β. «ὄπισθεν λαπαρόν, ἔμπροσθεν ἐξέχον», Ιπποκρ.) 2. (για μαξιλάρι) βαθουλωτό, μαλακό 3. (για πόνο) ελαφρός, μαλακός 4. (κατά τον Ησύχ.) «ἀσελγής, ἀκόλαστος, λάγνος».… … Dictionary of Greek
λαπαρός — slack masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαπαρά — λαπαρός slack neut nom/voc/acc pl λαπαρά̱ , λαπαρός slack fem nom/voc/acc dual λαπαρά̱ , λαπαρός slack fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαπαρώτερον — λαπαρός slack adverbial comp λαπαρός slack masc acc comp sg λαπαρός slack neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαπαρόν — λαπαρός slack masc acc sg λαπαρός slack neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαπαρώτατον — λαπαρός slack masc acc superl sg λαπαρός slack neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαπαραί — λαπαρός slack fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαπαροί — λαπαρός slack masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαπαροῦ — λαπαρός slack masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαπαρούς — λαπαρός slack masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαπαρωτέρη — λαπαρός slack fem nom/voc comp sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)