-
1 λαμπέτις
-
2 λαμπετις
-
3 λαμπέτις
λαμπέτιςthe lustrous one: fem nom sg -
4 ἐρι-λαμπέτις
ἐρι-λαμπέτις αἴγλη, = Folgdm, Maxim. 102.
-
5 λαμπτρίς
-
6 λαμπέτης
A the lustrous one, coined to expl. λαμπετόωντι, Sch.Il.1.104:— fem. [full] λαμπέτις, ιδος, Luc.Trag.103: also pr. n. [full] Λαμπετίη, a daughter of Helios, Od.12.132; as epith. of Selene, Orph.H.9.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαμπέτης
-
7 ἐριλαμπέτις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐριλαμπέτις
-
8 ἐριλαμπής
ἐρι-λαμπής, ές, u. ἐρι-λαμπέτις αἴγλη, sehr leuchtend
См. также в других словарях:
λαμπέτις — λαμπέτις, ιδος, ἡ (Α) βλ. λαμπέτης … Dictionary of Greek
λαμπέτις — the lustrous one fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαριλαμπέτις — ιδος, ἡ, Α (για τη σελήνη) αυτή που λάμπει με χάρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις + λαμπέτις, θηλ. τού λαμπέτης (< λάμπω), πρβλ. ἐρι λαμπέτις] … Dictionary of Greek
CLAMPETIA — locus Italiae in Brutiis. Plin. l. 3. c. 5. Mela, l. 2. c. 4. a freto Siculo versus Galliam et Varum flumen progrediens; Hinc, inquit, in Thuscum mare est flexus, et eiusdem terrae latus alterum Medama, Hippo, nunc Vibon, Temesa, Clampetia,… … Hofmann J. Lexicon universale
εριλαμπέτις — ἐριλαμπέτις, ἡ (Α) μτγν. ανώμαλο θηλυκό τού ἐριλαμπής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) + λαμπέτις (< λάμπω)] … Dictionary of Greek
λαμπέτης — (18ος αι.). Κλεφταρματολός και πρωτοπαλίκαρο του Αστραπόγιαννου. Ήταν ένας από τους γενναιότερους αρματολούς της εποχής του. Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, όταν ο Αστραπόγιαννος τραυματίστηκε από τους Τούρκους, διέταξε τον Λ. να του κόψει το… … Dictionary of Greek