Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

λαμπάδα

См. также в других словарях:

  • λαμπάδα — η (AM λαμπάς, άδος) μεγάλο κερί, μεγάλη ράβδος από κερί ή άλλο υποκατάστατό του η οποία χρησιμοποιείται συνήθως σε επίσημες ή σε θρησκευτικές τελετές (α. «λαμπάδα τού Επιταφίου» β. «λαμπάδα κηροχίτωνα», Ανθ. Παλ.) νεοελλ. φλόγα, πύρινη γλώσσα… …   Dictionary of Greek

  • λαμπάδα — η 1. μεγάλο κερί: Η νονά τής χάρισε για την Ανάσταση μια λαμπάδα με κορδέλες. 2. μτφ., ορθός, στητός: Έχει κορμί λαμπάδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λαμπάδα — λαμπάς 1 torch fem acc sg λαμπάς 2 torch lit fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαμπάδ' — λαμπάδα , λαμπάς 1 torch fem acc sg λαμπάδι , λαμπάς 1 torch fem dat sg λαμπάδε , λαμπάς 1 torch fem nom/voc/acc dual λαμπάδα , λαμπάς 2 torch lit fem acc sg λαμπάδι , λαμπάς 2 torch lit fem dat sg λαμπάδε , λαμπάς 2 torch lit fem nom/voc/acc… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαμπαδιάζω — [λαμπάδα] 1. βγάζω φλόγες, φλέγομαι 2. (για φωτιά) φουντώνω, δυναμώνω …   Dictionary of Greek

  • λαμπαδηδρομία — Αγώνισμα μεταφοράς αναμμένης λαμπάδας, το οποίο κατά την αρχαιότητα ήταν διαδεδομένο σε διάφορες ελληνικές πόλεις. Στην Αθήνα, στις γιορτές των Παναθηναίων, το αγώνισμα αυτό αποτελούσε τιμητικό λειτούργημα, το οποίο οργάνωνε ο γυμνασίαρχος και… …   Dictionary of Greek

  • λάμπω — (AM λάμπω) 1. εκπέμπω λάμψη, ακτινοβολώ, φέγγω (α. «ο ήλιος λάμπει αυτή την ώρα» β. «όλα τα κουζινικά έλαμψαν μετά το γυάλισμα» γ. «τῆλε δὲ χαλκὸς λάμφ ὥς τε στεροπή», Ομ. Ιλ. δ. «λύχνος τῷ πυρὶ λαμπόμενος», Λουκιαν.) 2. (για το πρόσωπο, για την… …   Dictionary of Greek

  • λαμπάδη — λαμπάδη, ἡ (Α) λύχνος, λαμπάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού λαμπάς, άδος, πιθ. από επίδραση τού α σύνθ. λαμπάδα συνθέτων, όπως λαμπαδη δρομία, λαμπαδη φορία κ.τ.ό.] …   Dictionary of Greek

  • λαμπάδιος — λαμπάδιος, ία, ον (Α) [λαμπάς] 1. αυτός που φέρει λαμπάδα, λαμπαδηφόρος 2. αυτός που ανήκει σε λαμπάδα («λαμπαδίῳ πυρὶ τὸν ὅλον ἐδόκει καταλάμπεσθαι», Ηλιόδ.) …   Dictionary of Greek

  • τόρτσα — η, Ν εκκλ. μεγάλη λαμπάδα που χρησιμοποιείται στη μικρή και στη μεγάλη είσοδο, ή είναι μόνιμα τοποθετημένη στα μεγάλα μανουάλια ή δίπλα σε εικόνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. torcia «πυρσός, δαυλός, λαμπάδα»] …   Dictionary of Greek

  • лампада — народн. также ланпада, ланпата, укр. лампада, др. русск., цслав. ламъпада λαμπάς. Из ср. греч. λαμπάδα от λαμπάς, άδος; см. Фасмер, Гр. сл. эт. 112; ИОРЯС 12, 2, 252; Бернекер 1, 689 …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»