-
1 λαμπάδα
λαμπάδα ηбольшая свечаЭтим.< дргр. λαμπάς, -άδος < λάμπω «светить» -
2 λαμπάδα
η1) свеча; 2) факел; 3) пламя, язык племени;§ σώμα λαμπάδα — стройное тело, стройная фигура
-
3 λαμπάδα
λαμπάς 1torch: fem acc sgλαμπάς 2torch-lit: fem acc sg -
4 λαμπάδα
[ламбада] ουσ. Θ. свечаΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > λαμπάδα
-
5 λαμπάδα
[ламбада] ουσ θ свеча. -
6 λαμπάδ'
λαμπάδα, λαμπάς 1torch: fem acc sgλαμπάδι, λαμπάς 1torch: fem dat sgλαμπάδε, λαμπάς 1torch: fem nom /voc /acc dualλαμπάδα, λαμπάς 2torch-lit: fem acc sgλαμπάδι, λαμπάς 2torch-lit: fem dat sgλαμπάδε, λαμπάς 2torch-lit: fem nom /voc /acc dual -
7 λαμπάς
A torch, A.Th. 433, Th.3.24, etc.;πευκίνη λ. S. Tr. 1198
; beacon-light, A.Ag.8, 28, etc.; λαμπάδας ἅψασθαι light torches, Ar.Th. 655; λαμπάδας τινάσσων, in Bacchic ceremonies, Id.Ra. 340 (lyr.); used in festal processions, φαίνετε τούτῳ (sc. τῷ Αἰσχύλῳ) λαμπάδας ἱεράς ib. 1525 (anap.), cf. Th. 102 (lyr.).2 faggot, Plb.3.93.4; any light, lamp,λαμπάδες ἀργυραῖ LXX Ju.10.22
; wax-light, Plu.2.263f;λ. κηροχίτων AP6.249
(Antip.); later of oillamps, Ev.Matt.25.3.3 metaph., of the sun, Parm.10.3, S. Ant. 879 (lyr.), etc.; ἡ 'πιοῦσα λ. the coming light, i.e. the next day, E.Med. 352; of lightning,δαμασθεὶς λαμπάσιν κεραυνίοις Id.Supp. 1011
, cf. Ba. 244, 594 (lyr.); of the Cyclops' eye, Cratin.459.II torch-race, = λαμπαδηδρομία, Hdt.6.105, X.Vect.4.52; λαμπάδα δραμεῖν, τρέχειν, run the race, Ar.V. 1203, Thphr.Char.27.4;τὰς λ. δραμεῖν IG22.1030.9
; ἐν ταῖς λ. διηγωνίσθαι ib.1039.20;λαμπάδα φέρειν Ar.Ra. 1087
(anap.); ἀφιεμένην τὴν λ. θεῶ see the start, ib. 131;τὰς λ. συντελεῖν IG 22.1011.9
;λ. ἔσται.. ἀφ' ἵππων τῇ θεῷ Pl.R. 328a
; λαμπάδι νικᾶν win in it, And.4.42, cf. IG22.957, al.; λαμπάδα ν. win it, ib.3.106, al.; οἱ νικήσαντες τὴν λ. ib.122, cf. Milet.1(7).203a14 (ii B. C.).2 metaph., of life,λαμπάδα γὰρ ζωᾶς με δραμεῖν.. ἤθελε δαίμων Epigr.Gr. 231
([place name] Chios);καθάπερ λαμπάδα τὸν βίον παραδιδόντας ἄλλοις ἐξ ἄλλων Pl.Lg. 776b
.III = λυχνὶς ἀγρία, Ps.-Dsc.3.101.------------------------------------ -
8 λαμπάς
λαμπάς, άδος, ἡ, 1) die Fachel, Leuchte, φλέγει δὲ λαμπὰς διὰ χερῶν ὡπλισμένη Aesch. Spt. 433; αἴϑουσι πᾶσαν νύκτα λαμπάδας πυρός Eur. Rhes. 95; λαμπάδος σέλας Soph. Tr. 1198; Her. u. Folgende, wie Thuc. 3, 24. Bes. ein mit der Fackel gegebenes Feuerzeichen, φυλάσσω λαμπάδος τὸ σύμβολον Aesch. Ag. 8, öfter; Ar. Ran. 340. – 2) der Fackellauf, wie λαμπαδηδρομία, Her. 6, 105; so λαμπάδας ἄγουσιν Ἀϑηναῖοι Παναϑηναίοις, Ἡφαιστείοις, Προμηϑείοις, B. A. 277; λαμπάδα τρέχειν, Ar. Vesp. 1202; λαμπὰς ἔσται ἀφ' ἵππων τῇ ϑεῷ Plat. Rep. I, 328 a; darauf bezieht sich Legg. VI, 776 b καϑάπερ λαμπάδα τὸν βίον παραδιδόντες ἄλλοις ἐξ ἄλλων. Vgl. Xen. Vectig. 4, 52. So auch γεγυμνησιάρχηκε λαμπάδι, Is.; u. λαμπάδι νενικηκώς, Andoc. 4, 42; vgl. Ep. ad. 122 ( App. 230). – 3) übertr. von der Sonne, οὐκέτι μοι τόδε λαμπάδος ἱερὸν ὄμμα ϑέμις ὁρᾶν Soph. Ant. 870; vgl. Eur. Suppl. 991; dah. ἡ 'πιοῠσα, d. i. der Tag, Eur. Med. 352; vom Blitz, λαμπάσι κεραυνίοις δαμασϑείς Suppl. 1011, öfter. – Auch ein fackelähnliches Feuerzeichen am Himmel, Arist. mund. 4; λαμπὰς καιομένη κατὰ τὸν οὐρανόν D. gie. 16, 66. – Von der Oellampe, N. T. – Soph. braucht es auch adjectivisch, λαμπάσιν ἀκταῖς, fackelhell, O. C. 1052.
-
9 свеча
свеч||аж1. τό κερί, ἡ λαμπάδα, τό κηρίον:восковая \свеча τό κερί, ἡ λαμπάδα· стеариновая \свеча τό ἀλειμματοκέρι, τό σπερματσέτο· запальная \свеча тех. τό μπουζί, ὁ σπινθηριστής, ὁ ἀναφλεκ-. τήρ [-ας]·2. (единица измерения) τό κη-ρί[ον], τό κερί:лампочка в 55 \свечаей λάμπα πενήντα πέντε κεριών3. мед. τό ὑπόθετο[ν]· ◊ игра не стоит свеч погов. τἴναι ὁ κάβουρας, τἴναι τό ζουμί του. -
10 свеча
-й, πλθ. свечи, свечκ. свечей θ.1. κερί, κηρί• λαμπάδα•стеариновая свеча στεατο-κήριο, σπερματσέτο•
восковая свеча κερί, λαμπάδα κέρινη.
2. (ιατρ.) το υπόθετο.3. (τεχ.)• σπινθηρ ιστής, μπουζί•запальная свеча σπινθήρων πώμα, μπουζί.
4. μονάδα μέτρησης•лампа в сорок -ей λάμπα σαράντα κηριών.
5. κάθετη πτήση, πέταγμα (για τόπι, αεροπλάνο κ.τ.τ.). || ως επίρ. -όΆ κάθετα, ευθέως προς τα άνω. -
11 λαμπάς
λαμπάς, άδος, ἡ (s. λάμπω; Aeschyl., Hdt.+; ins, pap, LXX, TestSol 10:8; TestJob; ParJer 3:2; Philo, Joseph., SibOr; Mel., Fgm. 8b [περὶ λουτροῦ] 3; loanw. in rabb.).① torch (in this mng. in Trag.; Thu. 3, 24, 1; Polyb. 3, 93, 4; Herodian 4, 2, 10; OGI 764, 43; 50; 54; Sir 48:1; Jos., Bell. 6, 16, Ant. 5, 223; SibOr Fgm. 3, 44), so prob. J 18:3 w. φανοί (=lanterns; both articles together Dionys. Hal. 11, 40, 2; PLond II, 1159, 59 p. 113 [II A.D.]=Mitt-Wilck. I/2, p. 493).—Celestial phenomena that resemble burning torches (Diod S 16, 66; Ps.-Aristot., De Mundo 4; Erot. Gr. Fgm. pap ed. BLavagnini 1922, Herp. 47; PGM 4, 2939ff ἀστέρα ὡς λαμπάδα) ἀστὴρ μέγας καιόμενος ὡς λαμπάς Rv 8:10 (Diod S 15, 50, 2 ὤφθη κατὰ τὸν οὐρανὸν ἐπὶ πολλὰς νύκτας λαμπὰς μεγάλη καομένη; Artem. 2, 9 p. 92, 22 λαμπάδες ἐν οὐρανῷ καιόμεναι). Cp. ἑπτὰ λαμπάδες πυρὸς καιόμεναι ἐνώπιον τ. θρόνου 4:5 (λαμπάδες πυρός as Eutecnius 4 p. 39, 6; Gen 15:17; Na 2:5; Da 10:6; Philo, Rer. Div. Her. 311.—λαμπάδες καιόμεναι as Artem. [see above]; Job 41:11).② lamp (so POxy 1449 [III A.D.]; Jdth 10:22; Da 5:5 Theod.) w. a wick and space for oil Mt 25:1, 3f, 7f (acc. to FZorell, Verbum Domini 10, 1930, 176–82; HAlmqvist, Plut. u. d. NT ’46, 46 [Mor. 263f] the wedding torch [s. 1] is meant here); Ac 20:8. It is uncertain whether λαβέτωσαν ἀνὰ λαμπάδα let each (daughter) take a lamp (or torch) GJs 7:2 (‘lampe’ deStrycker; ‘flambeau’ EAmann, Le Protévangile de Jacques et ses remaniements latins 1910) belongs under 1 or 2 (cp. Mt 25:1 and Lk 12:35).—RAC VII 154–217. B. 484. DELG s.v. λάμπω. M-M. TW. -
12 δια-δίδωμι
δια-δίδωμι (s. δίδωμι), 1) von Hand zu Hand geben, überliefern, λαμπάδα ἀλλήλοις Plat. Rep. I, 328 a; ἀρχὴ διαδιδομένη Thuc. 1, 76; bes. λόγον, φήμην, verbreiten, ein Gerücht, Pol. 5, 39. 23, 2, 2 u. öfter; λόγος δι εδόϑη Xen. Cyr. 4, 2, 10; Plut. Thes. 6 u. öfter bei Sp.; εἰς τὴν πόλιν Plut. Sol. 8; τῇ σάλπιγγι διαδοϑείσης σιωπῆς, als durch die Trompete Ruhe hergestellt war, Flam. 10; auch intrans., sich verbreiten, τὸ πνεῦμα διαδίδωσιν εἰς τὰ κοῖλα μέρη Arist. H. A. 1, 18; auch = nachlassen, wie ἐνδίδωμι, Hippoer. – 2) vertheilen, unter mehrere, Plat. Tim. 64 b; Xen. Cyr. 1, 4, 10 u. öfter; An. 1, 10, 18; τὴν λείαν ἴσως τοῖς στρατιώταις Pol. 3, 76, 13; Sp. – 3) von sich geben, vom Unterleibe, Hippocr.
-
13 δια-θέω
δια-θέω (s. ϑέω, 1) hin u. her, umherlaufen; ἐν τῷ ἄστει Thuc. 8, 92; διά τινος, durch etwas hin, Plut. Caes. 26; ἀστέρες, Arist. Meteor. 1, 4, 5; ähnl. φόβος διαϑέων ἐν τῇ στρατιᾷ Xen. Cyr. 6, 2, 13. – 2) durchlaufen, von der Rede, Xen. Oec. 20, 3. – 3) um die Wette laufen, Piat. Theaet. 148 c; πρός τινα, Plut. ad. et am. discr. 23; τὴν ἱερὰν λαμπάδα, im Fackellauf, Sol. 1.
-
14 λοφνία
λοφνία, ἡ, = λοφνίς, Ath. XV, 701 a, vgl. 699 d, φάσκων οὕτω καλεῖσϑαι τὴν ἐκ τοῦ φλοιοῦ λαμπάδα.
-
15 διαθεω
(fut. διαθεύσομαι)1) бегать в разные стороны, носиться(ἐν τῷ ἄστει Thuc.; διὰ τῶν στενωπῶν Plut.)
οἱ διαθέοντες ἀστέρες Arst. — (падающие) звезды2) состязаться в беге(τινι Plat. и πρός τινα Plut.)
οἱ τέν ἱερὰν λαμπάδα διαθέοντες Plut. — состязающиеся в беге со священными факелами3) разноситься, распространятьсяλόγου οὕτω διαθέοντος Xen. — когда ходят такие толки -
16 λαμπας
I1) факел, светоч(πευκίνη Soph.)
λαμπάδος τὸ σύμβολον Aesch. — сигнальный огонь2) (= λαμπαδηδρομία См. λαμπαδηδρομια)λαμπάδα τρέχειν Arph. — совершать факельный пробег;
λ. ἀφ΄ ἵππων τῇ θεῷ Plat. — конный пробег с факелами в честь богини3) дневное светило, солнцеτὸ λαμπάδος ὄμμα Soph. — солнечный диск
4) солнечный свет, деньἡ ἐπιοῦσα λ. Eur. — наступающий (следующий) день
5) молния6) огненный метеор Arst., Diod.7) лампада, светильник NT.II(ἀκταί Soph.)
-
17 φυσαω
ион. φῡσέω1) дуть, пыхтеть, сопеть(φῦσαι πᾶσαι ἐφύσων Hom.)
φ. τῷ στόματι Her. — вдувать ртом (воздух);τὸ δυσέριστον αἷμα φυσῶν Ἄρης Soph. — дышащий кровожадной воинственностью Арей;2) извергать хрипя(αἷμα ἄνω Soph.)
3) дуть, трубитьκόχλους φ. Eur. — трубить в раковины ( служившие рогом);
αὐλοὺς στόματι φ. Plut. — играть на свирелях;οὐ σμικροῖσιν αὐλίσκοις φ. погов. Soph. — играть на немалых свирелях, т.е. сильно важничать4) играть на духовом инструментеπαῦσαι σὺ φυσῶν Arph. — перестань играть
5) надувать(φλέβας Her.; γνάθον τέν δεξιάν Arph.)
τὰς γνάθους φυσῶν Dem. — надув щеки, т.е. чванно;φ. κύστιν Arph. — надувать пузырь:πρόβατα ἀποδαρέντα καὴ φυσηθέντα Xen. — содранные и надутые овечьи шкуры, т.е. бурдюки;ἥ γαστέρ ἐπεφύσητο Arph. — живот вздулся;πεφυσημένος Xen. — одутловатый6) задувать, гасить(λαμπάδα Arph.)
7) чваниться, гордиться Luc.μικρὸν ἰσχύειν καὴ μέγα φ. Plut. — иметь мало силы, да много спеси (ср. 1)
8) наполнять спесью(τινα Dem., Plut.)
ὑπὸ τῆς τύχης φυσώμενος Plut. — зазнавшийся от успехов;πολιτικὸν φύσημα φ. Plat. — корчить из себя государственного деятеля -
18 свеча
1. (стеариновая и т.п.) το κερί, η λαμπάδα 2. тех. ο αναφλεκτήρας, ο σπιν-θηριστήρας, το κήριο, разг. το μπουζίзапальная - см. - зажигания 3. (устаревшее название единицы измерения силы света) το κηρίο, το κερί4. (взлёт самолёта) η κάθετη/απότομη άνοδος (του αεροπλάνου) 5. мед. το υπόθετο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > свеча
-
19 восковой
восков||ойприл1. κερένιος, κήρινος:\восковойая свеча τό κερί, ἡ λαμπάδα·2. перен (о лице и т. ἡ.) κερένιος, κίτρινος, χλωμός, κίτρινος σάν τό κερί. -
20 λαμπάς
- 1
- 2
См. также в других словарях:
λαμπάδα — η (AM λαμπάς, άδος) μεγάλο κερί, μεγάλη ράβδος από κερί ή άλλο υποκατάστατό του η οποία χρησιμοποιείται συνήθως σε επίσημες ή σε θρησκευτικές τελετές (α. «λαμπάδα τού Επιταφίου» β. «λαμπάδα κηροχίτωνα», Ανθ. Παλ.) νεοελλ. φλόγα, πύρινη γλώσσα… … Dictionary of Greek
λαμπάδα — η 1. μεγάλο κερί: Η νονά τής χάρισε για την Ανάσταση μια λαμπάδα με κορδέλες. 2. μτφ., ορθός, στητός: Έχει κορμί λαμπάδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λαμπάδα — λαμπάς 1 torch fem acc sg λαμπάς 2 torch lit fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμπάδ' — λαμπάδα , λαμπάς 1 torch fem acc sg λαμπάδι , λαμπάς 1 torch fem dat sg λαμπάδε , λαμπάς 1 torch fem nom/voc/acc dual λαμπάδα , λαμπάς 2 torch lit fem acc sg λαμπάδι , λαμπάς 2 torch lit fem dat sg λαμπάδε , λαμπάς 2 torch lit fem nom/voc/acc… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμπαδιάζω — [λαμπάδα] 1. βγάζω φλόγες, φλέγομαι 2. (για φωτιά) φουντώνω, δυναμώνω … Dictionary of Greek
λαμπαδηδρομία — Αγώνισμα μεταφοράς αναμμένης λαμπάδας, το οποίο κατά την αρχαιότητα ήταν διαδεδομένο σε διάφορες ελληνικές πόλεις. Στην Αθήνα, στις γιορτές των Παναθηναίων, το αγώνισμα αυτό αποτελούσε τιμητικό λειτούργημα, το οποίο οργάνωνε ο γυμνασίαρχος και… … Dictionary of Greek
λάμπω — (AM λάμπω) 1. εκπέμπω λάμψη, ακτινοβολώ, φέγγω (α. «ο ήλιος λάμπει αυτή την ώρα» β. «όλα τα κουζινικά έλαμψαν μετά το γυάλισμα» γ. «τῆλε δὲ χαλκὸς λάμφ ὥς τε στεροπή», Ομ. Ιλ. δ. «λύχνος τῷ πυρὶ λαμπόμενος», Λουκιαν.) 2. (για το πρόσωπο, για την… … Dictionary of Greek
λαμπάδη — λαμπάδη, ἡ (Α) λύχνος, λαμπάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού λαμπάς, άδος, πιθ. από επίδραση τού α σύνθ. λαμπάδα συνθέτων, όπως λαμπαδη δρομία, λαμπαδη φορία κ.τ.ό.] … Dictionary of Greek
λαμπάδιος — λαμπάδιος, ία, ον (Α) [λαμπάς] 1. αυτός που φέρει λαμπάδα, λαμπαδηφόρος 2. αυτός που ανήκει σε λαμπάδα («λαμπαδίῳ πυρὶ τὸν ὅλον ἐδόκει καταλάμπεσθαι», Ηλιόδ.) … Dictionary of Greek
τόρτσα — η, Ν εκκλ. μεγάλη λαμπάδα που χρησιμοποιείται στη μικρή και στη μεγάλη είσοδο, ή είναι μόνιμα τοποθετημένη στα μεγάλα μανουάλια ή δίπλα σε εικόνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. torcia «πυρσός, δαυλός, λαμπάδα»] … Dictionary of Greek
лампада — народн. также ланпада, ланпата, укр. лампада, др. русск., цслав. ламъпада λαμπάς. Из ср. греч. λαμπάδα от λαμπάς, άδος; см. Фасмер, Гр. сл. эт. 112; ИОРЯС 12, 2, 252; Бернекер 1, 689 … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера