Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

λαμπτήρων

См. также в других словарях:

  • λαμπτήρων — λαμπτήρ stand masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάμπα — Συσκευή κατάλληλη να παράγει τεχνητό φως με τη χρήση εύφλεκτων ουσιών, στερεών, υγρών ή αερίων, ή με τη μετατροπή της ηλεκτρικής ενέργειας σε φωτεινή ενέργεια. Ονομάζεται και λυχνία ή λαμπτήρας. Λ. ονομάζονται επίσης οι συσκευές που εκπέμπουν… …   Dictionary of Greek

  • καταυγαστήρας — ο (Α καταυγαστήρ, ήρος, θηλ. καταυγάστειρα) [καταυγάζω] νεοελλ. εξάρτημα τών λαμπτήρων που ανακλά και κατευθύνει το φως προς ορισμένη φορά, αμπαζούρ αρχ. (το θηλ. ως επίθ. για τη σελήνη) αυτή που λάμπει …   Dictionary of Greek

  • κενό — (Φυσ.) Όρος που χρησιμοποιείται για να υποδειχθεί ένας συγκεκριμένος χώρος (ιδιαίτερα ένα κλειστό δοχείο), όπου η πυκνότητα της ύλης είναι πολύ χαμηλή. Στο εργαστήριο, η μέτρηση του κ. οδηγεί σε μια μέτρηση της πίεσης του αερίου που παραμένει στο …   Dictionary of Greek

  • νήμα — το (ΑΜ νῆμα, Μ και νέμα και νέμαν) είδος λεπτού κλώσματος από διάφορες ίνες, ιδίως υφαντικές, η κλωστή, το γνέμα (α. «τὸ μὲν ἀτράκτῳ τε στραφὲν καὶ στερεὸν νῆμα γενόμενον», Πλάτ. β. «τα συνθετικά νήματα δεν απορροφούν πολλή υγρασία») νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • ντουί — Η υποδοχή ηλεκτρικής τροφοδοσίας του λαμπτήρα. Βλ. λ. λάμπα (λάμπες πυράκτωσης). * * * το άκλ. υποδοχή ηλεκτρικών λαμπτήρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. douille < φράγκικο dulja] …   Dictionary of Greek

  • πολύφωτος — η, ο / πολύφωτος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει πολύ φως («πολύφωτος ἥλιος», Μηναί.) 2. αυτός που σκορπίζει, που διαχέει άπλετο φως, ο γεμάτος φως 3. αυτός που έχει πολλά φώτα («πολυφώτους ἀργυρᾱς λυχνίας» πολυκάντηλα) 4. το ουδ. ως ουσ. το… …   Dictionary of Greek

  • ροοστάτης — Μεταβλητή αντίσταση που χρησιμοποιείται για τη ρύθμιση του ρεύματος που ρέει σε ένα ηλεκτρικό κύκλωμα. Η μεταβολή της αντίστασης αυτής μπορεί να είναι ασυνεχής ή συνεχής. Στην πρώτη περίπτωση (ρ. με άλματα) ο ρ. αποτελείται από μια σειρά… …   Dictionary of Greek

  • σκοτεινός — ή, ό / σκοτεινός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που δεν φωτίζεται, που βρίσκεται στο σκοτάδι ή που έχει σκοτάδι (α. «ως πλόκαμοι μπορούν να μάς τραβήξουν τα κύματα στης θάλασσας τα σκοτεινά τα βάθη», Παλαμ. β. «νυκτὸς ἅρμ ἐπείγεται σκοτεινόν», Αισχύλ. γ.… …   Dictionary of Greek

  • φέγγος — το, ΝΜΑ 1. φως, λάμψη (α. «ήταν το πρόσωπό της όλο φέγγος» β. «λαμπρὸν φέγγος ἔπεστιν», Πίνδ.) 2. το διάχυτο ή αμυδρό φως τής σελήνης (α. «είχε φεγγάρι λαμπιρό και στρογγυλό γεμάτο, / κι ένα δέντρο πολλά ξερό στο φέγγος αποκάτω», Ερωτόκρ. β. «τὸ… …   Dictionary of Greek

  • φωτομετρία — Κλάδος της οπτικής, που έχει ως αντικείμενο τη μέτρηση της ποσότητας φωτεινής ενέργειας που εκπέμπει μια πηγή ή δέχεται μια επιφάνεια. Στις φωτομετρικές μετρήσεις, οι οποίες εκτελούνται με οπτική σύγκριση της φωτεινότητας από διαφορετικές πηγές,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»