-
1 λαμπραυγής
λαμπρ-αυγής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαμπραυγής
См. также в других словарях:
λαμπραυγέτις — λαμπραυγέτις, ιδος, ἡ (Α) βλ. λαμπραυγής … Dictionary of Greek
λαμπραυγής — ές, ανωμ. θηλ. και λαμπραυγέτις, ιδος (Α) αυτός που λάμπει, λαμπρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπρός + αυγής (< αὐγή ή *αὖγος, τὸ), πρβλ. λευκ αυγής, χρυσαυγής. Ο τ. λαμπραυγέτις < λαμπραυγής + επίθημα θηλ. έτις (πρβλ. κυαναυγέτις)] … Dictionary of Greek