-
1 λαμπηνών
-
2 λαμπηνῶν
См. также в других словарях:
λαμπηνῶν — λαμπήνη covered chariot fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 λαμπηνών
2 λαμπηνῶν
λαμπηνῶν — λαμπήνη covered chariot fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)