Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

λακᾷ

См. также в других словарях:

  • λάκα — λάκᾱ , λακάω burst asunder pres imperat act 2nd sg λάκᾱ , λακάω burst asunder imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάκα — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται αδιάλυτα χρώματα που αποτελούνται από μια χρωστική οργανική ουσία στερεοποιημένη σε μια ανόργανη που ονομάζεται υπόστρωμα ή βάση. Η ανόργανη ουσία αποτελείται συνήθως από οξείδια χρωμίου ή αργίλου, από ένα θειικό …   Dictionary of Greek

  • λακᾷ — λακάω burst asunder pres subj mp 2nd sg λακάω burst asunder pres ind mp 2nd sg (epic) λακάω burst asunder pres subj act 3rd sg λακάω burst asunder pres ind act 3rd sg (epic) λακάζω shout fut ind mid 2nd sg (epic) λακάζω shout fut ind act 3rd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάκας — λάκᾱς , λακάω burst asunder imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • λάκκα — Ονομασία έξι οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 500 μ., 28 κάτ.) του νομού Άρτης. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, στις δυτικές απολήξεις των ορέων του Βάλτου, Α της Άρτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γεωργίου Καραϊσκάκη. 2. Ημιορεινός… …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • κομό — (γαλλ. commode). Έπιπλο μέτριου ύψους, με πολλά επάλληλα συρτάρια, στηριζόμενο σε τέσσερα κοντά πόδια. Τα πρώτα κ. εμφανίστηκαν στη Γαλλία, την εποχή του Λουδοβίκου ΙΔ’ και ήταν πιθανότατα εφεύρεση του Σαρλ Μπουλ. Το κ. διαδόθηκε με εκπληκτική… …   Dictionary of Greek

  • όφσετ — (offset). Διεθνώς καθιερωμένος αγγλικός όρος (παράγεται από τις λέξεις off= διεύθυνση και (to) set = θέτω και κατά λέξη σημαίνει μεταφορά), ο οποίος στην τυπογραφική γλώσσα δηλώνει ένα σύστημα έμμεσης εκτύπωσης, κατά το οποίο μεταξύ της… …   Dictionary of Greek

  • Καμερούν — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Καμερούν Έκταση: 475.440 τ. χλμ. Πληθυσμός: 16.184.748 (2002) Πρωτεύουσα: Γιαουντέ (1.154.400 κάτ. το 2002)Κράτος της δυτικής Αφρικής. Στα Β οριοθετείται από τη λίμνη Τσαντ, στα Α συνορεύει με το Τσαντ και την… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»