Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

λακτισμός

См. также в других словарях:

  • λακτισμός — λακτισμός, ὁ (Α) [λακτίζω] λάκτισμα …   Dictionary of Greek

  • λακτισμοῖς — λακτισμός kicking masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λακτισμούς — λακτισμός kicking masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λακτισμόν — λακτισμός kicking masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαχμός — (I) λαχμός, ὁ (Μ) μερίδιο, κλήρος, λαχνός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαχ (πρβλ. ἔ λαχ ον, αόρ. τού λαγχάνω) + κατάλ. μός (πρβλ. θεσ μός, χρησ μός)]. (II) λαχμός, ὁ (Α) λακτισμός, κλότσημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάξαι (= λακτίσαι, κατά τον Ησύχ.) < θ. λαξ (βλ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»