-
1 λακπατητος
-
2 λαξπατητος
См. также в других словарях:
λακπάτητος — λακπάτητος, ον (Α) [λακπατώ] καταπατημένος, τσαλαπατημένος, ποδοπατημένος («λακπάτητον ἀντρέπων χαράν», Σοφ.) … Dictionary of Greek
λακπάτητον — λακπάτητος trampled on masc/fem acc sg λακπάτητος trampled on neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαξπάτητος — (Α) βλ. λακπάτητος … Dictionary of Greek