-
1 λακκόπρωκτος
λακκό-πρωκτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λακκόπρωκτος
См. также в других словарях:
συκόπρωκτος — ον, Α πιθ. (κατά τον Ησύχ.) αυτός που έχει αιμορροΐδες στον πρωκτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + πρωκτός (πρβλ. δασύ πρωκτος, λακκό πρωκτος)] … Dictionary of Greek