Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

λακκάκι

См. также в других словарях:

  • λακκάκι — το 1. μικρός λάκκος 2. μικρή κοιλότητα, μικρό βαθούλωμα («έχει ένα λακκάκι στο πιγούνι του») 3. στον πληθ. τα λακκάκια τα μικρά βαθουλώματα που σχηματίζονται στα μάγουλα κάποιου όταν γελάει, οι γελασίνοι …   Dictionary of Greek

  • γέλως — ( ωτος), ο (AM γέλως) 1. το γέλιο για δήλωση χαράς, ειρωνείας ή σαρκασμού 2. ο ήχος που αναδίδεται από το γέλιο 3. αιτία, λόγος που προκαλεί γέλιο 4. κοιλότητα που σχηματίζεται στα μάγουλα κατά το γέλιο, κοινώς λακκάκι 5. φρ. α) «Σαρδόνιος γέλως» …   Dictionary of Greek

  • λάκκος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ., 52 κάτ.) στην πρώην επαρχία Οιτύλου του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, στη δυτική Μάνη. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οιτύλου. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ …   Dictionary of Greek

  • λακκί — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 150 μ., 77 κάτ.) της Καρπάθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καρπάθου του νομού Δωδεκανήσου. 2. Μεγάλος παράλιος οικισμός (υψόμ. 70 μ., 1.990 κάτ.) της Λέρου. Βρίσκεται στη δυτική ακτή του… …   Dictionary of Greek

  • λακκίσκος — ο λακκάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάκκος. Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγένιο Βούλγαρι] …   Dictionary of Greek

  • λακκοπίγουνος — λακκοπίγουνος, ον και λακκοπιγουνᾱτος, η, ον (Μ) αυτός που έχει λακκάκι στο πιγούνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάκκος + πιγούνι] …   Dictionary of Greek

  • λακκουβοπίγουνος — η, ο αυτός που έχει λακκάκι στο πιγούνι …   Dictionary of Greek

  • λακκούδι — λακκούδι, τὸ (Μ) μικρός λάκκος, λακκάκι στο πιγούνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάκκος + υποκορ. κατάλ. ούδι (πρβλ. αγγελ ούδι, μαθητ ούδι)] …   Dictionary of Greek

  • νύφη — και νύμφη, η (ΑΜ νύμφη, Α δωρ. τ. νύμφα Μ και νύφη) 1. γυναίκα που τελεί ή τέλεσε πρόσφατα τους γάμους της, νιόπαντρη 2. η σύζυγος τού γιου σε σχέση με τους γονείς του («διχάσαι νύμφην κατά τής πενθερᾱς αὐτής», ΚΔ) 3. η σύζυγος ενός από τους… …   Dictionary of Greek

  • τύπος — Στα μαθηματικά είναι η συμβολική γραφή που εκφράζει κάποια σχέση ισότητας ή ανισότητας, ή είναι η έκφραση ενός μεγέθους σε συνάρτηση άλλων μεγεθών κλπ. Με τη γενική αυτή έννοια, ο τ. παριστάνει με διάφορα σύμβολα μια μαθηματική πρόταση.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»