-
1 λακεδαιμονιαζω
-
2 Λακεδαιμονιάζω
Λακεδαιμονιάζωpres subj act 1st sgΛακεδαιμονιάζωpres ind act 1st sg -
3 Λακεδαιμονιάζω
A = Λακωνίζω, Ar.Fr.95.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Λακεδαιμονιάζω
См. также в других словарях:
Λακεδαιμονιάζω — pres subj act 1st sg Λακεδαιμονιάζω pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λακεδαιμονιάζω — (Α) [Λακεδαιμόνιος] 1. μιμούμαι τους Λακεδαιμονίους 2. είμαι με το μέρος τών Λακεδαιμονίων, είμαι οπαδός ή φίλος τών Λακεδαιμονίων … Dictionary of Greek